Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2015

Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 26
Σήκωσε τα μάτια στον σκοτεινό ουρανό, που όμως με τα τόσα αστέρια του και την μεγάλη σελήνη, δεν ήταν και τόσο σκοτεινός. Ο μικρός «μπελάς», είχε αποκοιμηθεί στο μικρό δερμάτινο κουβερτάκι του, δίπλα στη φωτιά. Της παρείχε έτσι την λίγη ώρα ανάπαυσης που τόσο επιθυμούσε η Ελπινίκη. Καθισμένη στο πέτρινο πεζούλι της αυλής, άφησε το σώμα της να ηρεμίσει και το μυαλό της να περιπλανηθεί. Αναρωτήθηκε για τ’ αστέρια στον ουρανό, για το που βρίσκουν τη φωτιά τους, για το σβήσιμό τους το πρωί. Δεν μπορούσε να καταλάβει, αν και είχε ακούσει πολλές ιστορίες γι αυτά. Το μυαλό της δεν μπορούσε να δεχθεί καμία, είτε ήταν θρησκευτική, είτε ας το πούμε, φιλοσοφική. Μια συνήθεια του Τελευτία, ασυναίσθητα είχε γίνει και δική της. Πήρε ένα μικρό ίσιο κλαδί, έσπασε τα αγκάθια του και άρχισε να ζωγραφίζει σχήματα στο χώμα. Έκανε την σελήνη, κάποια αστέρια και αρκετά μακριά κάτι που έμοιαζε με τον ήλιο. Έσκυψε και τα παρατηρούσε στο φως της δάδας που έκαιγε δίπλα της. Σταύρωσε τα χέρια στα πόδια της κι έσκυψε να δει καλύτερα. «Κι αν ο ήλιος τα σβήνει;», σκέφτηκε. «Αν ο ήλιος είναι πιο λαμπερός απ’ αυτά, δεν θα έδειχναν σαν σβηστά;». Σήκωσε το κεφάλι ξανά ψηλά. Τα μάτια της έτσουξαν για λίγο σαν τα έτριψε. Απόρησε για τις σκιές που φαίνονταν στο φεγγάρι. Άρχισε να τις  συνδέει, έτσι ώστε να φτιάχνει εικόνες, πρόσωπα και θεϊκά χαμόγελα, όπως έκανε μικρή με τα σύννεφα. Γέλασε.
Η σιωπή που επικρατούσε τριγύρω της, ήταν εκκωφαντική. Απόλυτη ηρεμία, αν και κάποιο τριζόνι, προσπαθούσε να της κάνει συντροφιά. Ο επίμονος όμως και μονότονος ήχος του, δεν γινόταν πια συνειδητά αντιληπτός. Μια σκέψη της ήρθε στο νου. «Μπορεί και ο Τελευτίας να βλέπει τα ίδια αστέρια με μένα τώρα!». Η διαπίστωση αυτή της ζέστανε για λίγο την καρδιά. Ένοιωσε ένα δεσμό με τον άντρα π’ αγαπούσε. Έναν αστρικό δεσμό, όπως τον ονόμασε μέσα στο μυαλό της. Αναρωτήθηκε τι να κάνει τώρα, χωρίς ν’ ανησυχεί για την υγεία του. Ο άντρας αυτός στα μάτια της, φάνταζε ακατάβλητος από κάθε αρρώστια ή κούραση. Και ήταν φυσικό αυτό, αφού η αγάπη της, σχεδόν τον Θεοποιούσε. Απορροφήθηκε στις σκέψεις της αυτές κι έτσι, ήταν λογικό να μην ακούσει τον θόρυβο, τον ανεπαίσθητο ήχο στο πίσω μέρος της μικρής καλύβας. Ίσως πάλι να τον πέρασε για ήχο της φύσης. Μόνο τα χέρια που τυλίχτηκαν γύρω απ’ τον λαιμό της, την έκαναν ν’ αναπηδήσει απότομα φωνάζοντας. Προσπάθησε με χέρια και πόδια ν’ αντισταθεί, κλωτσώντας όμως στον αέρα και γρονθοκοπώντας το κενό. Τα χέρια έσφιξαν πιο πολύ στο λαιμό της. Τα μάτια της τώρα έβλεπαν κόκκινα στίγματα και η δύναμή της εξασθενούσε όλο και περισσότερο. Δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά και άρχισε σε λίγα δευτερόλεπτα να παραλύει και να παραδίνεται. Λιποθύμησε στα χέρια ενός άντρα, με βρώμικα και κουρελιασμένα ρούχα. Τα χέρια του, γεμάτα μυς, ήταν μέσα στη λάσπη, απόδειξη ότι παρακολουθούσε την γυναίκα έρποντας μέσα στα έλη. Τα δόντια του ήταν σχεδόν σάπια, κάποια μάλιστα έλειπαν από την θέση τους και η αναπνοή του βρώμαγε σαν ψόφιο λέσι. Το στόμα του δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα σάλια που έτρεχαν στο πηγούνι του και έφτυσε όταν μίλησε στον σύντροφό του, που έστεκε παραδίπλα.
-«Καλό μουνί ρε…», του είπε χρησιμοποιώντας μια προκλητική, ιταμή γλώσσα. Έγλειψε τα χείλια του, λες και πεινασμένος που έβλεπε φαγητό μπροστά του. Ο σύντροφός του συμφώνησε με ένα κούνημα του κεφαλιού. Έσκυψαν πάνω στην λιπόθυμη γυναίκα. Ο ένας έπιασε και χάιδευε τα μαύρα μαλλιά της, ενώ ο άλλος έχωσε το χέρι, ξεδιάντροπα ανάμεσα στα πόδια της. Έπιασε το τριχωτό αιδοίο και άγαρμπα έχωσε το μεσαίο του δάχτυλο με βία μέσα στην γυναίκα. Η ζέστη και η υγρασία του κόλπου της, τον φούντωσε. Έκανε τις φλέβες στο λαιμό του να πρηστούν και στο πρόσωπό του σχηματίστηκε μια παράξενη, εξωπραγματική γκριμάτσα. Έγλειψε το δάχτυλό του και άρχισε να αφηνιάζει το μυαλό του.
-«Θα περάσουμε καλά», ψιθύρισε στον πιο ρομαντικό του σύντροφο. Εκείνος πάλι δεν είπε τίποτα, παρά κούνησε ξανά το κεφάλι.
Ο πρώτος έσκισε το χοντρό λινό φόρεμα, άνοιξε τα πόδια της και έσκυψε το πρόσωπό του ανάμεσα στα σκέλια. Έκλεισε τα μάτια με ικανοποίηση όταν συνέλαβε την μυρωδιά της, στη μύτη. Του άρεσε αυτή η ανάμεικτη μυρωδιά. Χάιδεψε τα πόδια και την κοιλιά της, έφτασε στους γλουτούς και τους έσφιξε με όση δύναμη είχε, κάνοντας το δέρμα να κοκκινίσει. Η επιθυμία του, τον είχε κάνει να φέρεται ανεξέλεγκτα πια. Σήκωσε τα χέρια του και τα μύρισε αφήνοντας έναν αναστεναγμό να βγει από τα στήθια του. Έλυσε το κορδόνι από την μέση του και σήκωσε το ιμάτιό του. Ο πόθος του ξεπρόβαλλε σκληρός και έτοιμος για την εισβολή. Έπεσε πάνω στο λιπόθυμο κορμί και τέλειωσε την κάψα του, σε λίγα δευτερόλεπτα. Προσπάθησε για δεύτερη φορά. Λίγο καλύτερα τώρα, μπόρεσε να κρατηθεί περισσότερη ώρα και να το απολαύσει. Μάτωσε το μόριο του, από την αγριότητα της πράξης  και αφέθηκε σε μια άγρια κραυγή. Συνήλθε κάπως και αφουγκράστηκε για λίγο, μην υπάρχει κανείς άλλος στα έλη, εκτός από τον σύντροφό του. Χαμογέλασε από την ησυχία που επικρατούσε.
Ο δεύτερος των εισβολέων, είχε καθίσει παράμερα πάνω σε μια μεγάλη πέτρα και προσπαθούσε να μην έχει συμμετοχή. Κοίταγε και το πρόσωπό του έδειχνε μια υποψία αποστροφής. Κουνούσε νευρικά το πόδι του στο χώμα και τα χέρια του είχαν σφιχτεί γύρω από τα γόνατα του:
-« Άσε την Κτήσιε, έκανες αυτό που ήθελες , … άσε την τώρα. Καλύτερα να φύγουμε…», του είπε ψιθυριστά. Φάνηκε ότι χρειάστηκε αρκετή δύναμη για να μιλήσει στον σύντροφο του. Έστρεψε το βλέμμα του στην αντίθετη μεριά, να μην βλέπει αυτό που γινόταν.
Ο Κτήσιος, τον κοίταξε απορημένος. Ξαφνικά γέλασε:
-«Τι είπες; Να την αφήσω; Γιατί, για ποιο λόγο να την αφήσω; Τι φοβάσαι; Μια γυναίκα είναι, σιγά την αξία ρε. Μπορεί να μην είναι σκλάβα σαν εμάς, αλλά και πάλι μια γυναίκα είναι, χα χα χα. Και δεν βλέπω κανέναν εδώ κοντά να την υπερασπιστεί…», συνέχισε γελώντας. Σηκώθηκε όρθιος και πλησίασε τον άλλο. Τα μάτια του τώρα άστραφταν από την μανία που τον είχε καταλάβει. Σήκωσε το χέρι και κατάφερε ένα δυνατό χαστούκι στον άλλο, που δεν αντιστάθηκε. Ηρέμησε. Κάθισε και αυτός δίπλα του, σταυρώνοντας τα χέρια γύρω από τα πόδια του. Η γυναίκα, με σκισμένα τα ρούχα, λερωμένη με χώμα και τα σωματικά υγρά του άντρα, κείτονταν ξαπλωμένη ανάσκελα μπροστά τους, ακίνητη σαν άγαλμα. Μόνο η κοιλιά της κουνιόταν σε κάθε ανάσα της.
-«Ξεχνάς Θεμίστιε, τι τραβάμε τόσα χρόνια από τους όμοιους της! Ξεχνάς μάλλον πόσα μας έχουν κάνει οι Αθηναίοι ε; Πες μου λοιπόν, γιατί δεν μπορείς να τρέξεις. Πες μου…»
-«Εντάξει, εντάξει, σε καταλαβαίνω, αλλά νομίζω ότι το να κάνουμε τέτοια πράγματα, δίνει δικαιολογία για την συμπεριφορά των Αθηναίων. Δεν είναι ωραίο αυτό που κάνεις…»
-«Τι δεν είναι ωραίο ρε; Που την γάμησα; Γυναίκα δεν είναι; Τα είπαμε αυτά, μην τα ξαναλέμε…»
-«Θα μπορούσε δηλαδή να είναι μάνα…..»
-«Ε, και;»
-«Και η δικιά σου μάνα, γυναίκα δεν είναι; Δεν έχει καμιά αξία;»
-«Ναι ρε, γυναίκα είναι αλλά Θρακιώτισσα, γενιά περήφανη και όχι Αθηναία πόρνη και ψηλομύτα. Ρε αυτές τις ξετσίπωτες μην τις λυπάσαι. Σκέψου τι έχουν κάνει οι Αθηναίοι. Στο λέω και πάλι»
Ο Θεμίστιος δεν απάντησε. Κούνησε το κεφάλι απρόθυμα και άφησε τον άλλο να ξαναπάει κοντά στο ακόμα ζωντανό πτώμα της γυναίκας. Τον είδε να την τραβάει από το πόδι και να προσπαθεί να την βάλλει μέσα στην καλύβα, ενώ η προσπάθεια αυτή τον έκανε να βρίζει χυδαία:
-« Ξεκολιάρα πόρνη…. Δούλους θέλετε ε; Δούλους να σας κάνουν να νοιώθετε σπουδαίοι ε; Καλά σου έκανα μωρή. Και άλλα τόσα έπρεπε να σου κάνω, κι άλλα τόσα και πάλι λίγα θα ήταν…»
Άφησε το σώμα στην αυλή λίγο προτού μπει στην καλύβα, σηκώθηκε και κλώτσησε το αναίσθητο κορμί με μανία. Δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει το μίσος του και σκύβοντας γρονθοκόπησε το όμορφο εκείνο πρόσωπο, που αμέσως γέμισε αίματα και σάλια, χώμα και πέτρες. Σταμάτησε και ανάσανε λαχανιασμένος. Κοίταξε γύρω του. Ο Θεμίστιος ακόμα καθότανε εκεί που ήταν. Μόνο που το βλέμμα του ήταν στραμμένο στον ουρανό τώρα. Χαμογέλασε, γνωρίζοντας την εξουσία που ασκούσε στον σύντροφό του. Ξαναγύρισε την προσοχή του στην Ελπινίκη. Χαμογέλασε χαιρέκακα και άρχισε να την τραβάει πάλι στην μικρή καλύβα. Τα στομαχικά υγρά της γυναίκας έκαναν μια μικρή γραμμή στο χώμα με αίμα και μικρά κομμάτια δέρματος. Τα μάτια της είχαν μελανιάσει και πρηστεί, ενώ οι γραμμές του προσώπου είχαν αλλάξει τόσο που κανείς δεν θα την αναγνώριζε πια.
Την πέταξε πάνω στα άχυρα, σε μια γωνιά. Της έσκισε όλο της το φόρεμα και το αφαίρεσε από πάνω της. Ένα καλλίγραμμο κορμί, γεμάτο μελανιές και γδαρσίματα, φάνηκε μπροστά του. Ο πόθος ανάκατος τώρα με την εκδικητική του μανία τον έκανε να υποφέρει ανάμεσα στα πόδια. Ο πληγωμένος φαλλός του επιθυμούσε και άλλη δράση. Έπεσε σαν ζώο πάνω της και την βίασε για τρίτη φορά, χωρίς να λογαριάσει το βλέμμα του φίλου του που τώρα στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας με μια δάδα στο χέρι, αν και ο μικρός χώρος, φωτιζόταν από την φωτιά στο υποτυπώδες τζάκι.
Η συνουσία κράτησε μερικά λεπτά. Δεν θα μπορούσε περισσότερο, αφού το μαχαίρι του Θεμίστιου, βυθίστηκε βαθιά στο σβέρκο του βιαστή. Τόσο βαθιά, που φάνηκε η ακίδα του μπροστά στον λάρυγγα. Ο Κτήσιος, τίναξε τα πόδια και τα χέρια του και έπεσε μπρούμυτα πάνω στην Ελπινίκη, λούζοντάς την με εκείνο το κατακόκκινο αίμα που παίρνει και ο ήλιος στη δύση του.
Ο Θεμίστιος, δεν κοίταγε τον νεκρό ή την γυναίκα. Το βλέμμα του είχε στραφεί στο βάθος του μικρού δωματίου, κοντά στη φωτιά, εκεί που δυό γαλανά ματάκια τον κοίταγαν αμίλητα. Το στρογγυλό προσωπάκι του μωρού, ήταν σοβαρό, μια όμως σκληρότητα έβγαινε στο βλέμμα του. Σκληρότητα; Μάλλον όχι, πως θα μπορούσε ένα μωρό να έχει σκληρή ματιά; Μα του Θεμίστιου του φάνηκε … σαν να είχε νόημα αυτή η ματιά. Του θύμιζε το βλέμμα των αρχόντων, εκείνο που δεν δεχόταν αντίρρηση στην διαταγή. Έκατσε στις φτέρνες του και σκούπισε τις ματωμένες παλάμες στο ιμάτιο του. Σηκώθηκε και πλησίασε το βρέφος. Κούτσαινε από το ένα πόδι πολύ, τόσο που θα ήταν αδύνατο να ισορροπήσει κάτι στα χέρια του, ένα δίσκο ας πούμε με ένα ποτήρι νερό. Σε κάθε του βήμα, όλο του το σώμα έκανε λες, βουτιά, μια στα δεξιά μια στ’ αριστερά. Ο πόνος φαινόταν καθαρά στο πρόσωπό του, σε κάθε του κίνηση. Κρατούσε την μέση του με ανεστραμμένες τις παλάμες, όπως οι έγκυες γυναίκες. Έφτασε στο μωρό και κάθισε αποκαμωμένος από την λίγη αυτή προσπάθεια. Το κοίταξε στα μάτια και του ήρθαν λυγμοί και δάκρυα:
-«Μάνα, μάνα…» είπε. «Μάνα είναι…», μονολόγησε. «Κι εσύ μάνα μου που είσαι; Θα με συγχωρέσεις που άφησα να γίνει αυτό που έγινε;». Σήκωσε τα χέρια ψηλά!
Άκουσε έναν ανεπαίσθητο θόρυβο. Γύρισε και είδε την χτυπημένη γυναίκα να σαλεύει. Όσο πιο γρήγορα μπορούσε, πήγε κοντά της. Έπιασε το κουφάρι του άντρα και το κύλησε μακριά της. Τα χέρια του, σε αντίθεση με τα πόδια, ήταν πολύ γερά. Ανασήκωσε με τρυφερότητα το κεφάλι της, απομακρύνοντας τα ματωμένα μαλλιά της από το παραμορφωμένο πρόσωπο. Θα μπορούσε ακόμα να την πει ωραία γυναίκα, παρ’ όλα αυτά που την είχαν σημαδέψει. Άκουσε τον βήχα της και την ανασήκωσε να μην πνιγεί από το αίμα που κυλούσε πάνω στο πηγούνι της, φτάνοντας ως το στήθος. Τράβηξε όσο μπορούσε το ιμάτιο της, να της σκεπάσει την γύμνια. Μόνο την δική του γύμνια, αυτής της ψυχής του δεν μπορούσε να σκεπάσει.
«Οι δυνατοί κυβερνάνε με την δύναμη και εμείς οι τιποτένιοι, κυβερνάμε με το πείσμα και την εκδίκηση», σκέφτηκε κοιτάζοντας το πρόσωπό της.
Την σφούγγισε μ’ ένα βρεγμένο πανί και την άφησε να κοιμηθεί πάνω στα γόνατά του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου