Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 10 Μαρτίου 2015

Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 28
Ο νεαρός νησιώτης, είχε αποσβολωθεί ακούγοντας όλα αυτά που του έλεγε ο Τελευτίας. Κάθονταν όλοι μαζί κατάχαμα, γύρω από την φωτιά δίπλα σε ένα πουρνάρι. Η νύχτα τους συνόδευε με την ησυχία της και το αρκετά δροσερό αεράκι της, σε σημείο τέτοιο που ο Αθηναίος είχε τυλιχτεί μες τον μανδύα του. Κάθε τόσο κοίταγε τον μικρό του σύντροφο, κάποια φορά τον Ευρυάνακτα και μετά πάλι τον Τελευτία, αδυνατώντας να ορθώσει λέξη. Δεν ήξερε αν έπρεπε να χαρεί ή να φοβηθεί απ’ αυτά που άκουγε.
-«Έτσι λοιπόν είναι τα πράγματα, λίγο δύσκολο να το παραδεχτείς, αλλά και δύσκολο να εξηγήσεις το πώς ξέραμε το όνομά σου. Έτσι δεν είναι; Μας κοιτάς σαν ψάρι που βγήκε από το νερό…», χρησιμοποίησε μια έκφραση Αθηναίικη που δύσκολα θα την καταλάβαιναν οι άλλοι, «… εννοώ, έτσι που ανοίγεις το στόμα σου, λες και ψάρι έξω απ’ το νερό που προσπαθεί να βρει ανάσα. Αλήθεια είναι όμως! Βλέπεις είναι παράξενα τα παιχνίδια των Θεών!»
Ο μικρός Αμεινίας, σκεφτικός, ακουμπούσε πάνω στον Λάφιλο και τώρα όλο και πιο πολύ. Λαμποκοπούσαν τα μάτια του απ’ την εξιστόρηση αυτή, αλλά το στομάχι του είχε ήδη δεθεί κόμπος.
Από το μονοπάτι, δίπλα τους, ακούστηκε κάποιο γρύλισμα. Ο Λίχης το αντελήφθη πρώτος και σηκώθηκε με το δόρυ στο χέρι. Πάντα έτοιμος για μάχη! Στο φως της δάδας φάνηκε ένα μεγάλο σκυλί, με περήφανη μουσούδα και σάλια να τρέχουν γύρω από τα σαγόνια του. Ο Σπαρτιάτης έκανε μια κίνηση προς το μέρος του προτείνοντας το ξύλινο δόρυ.
-«Μην ανησυχείς Λίχη. Αυτός είναι ο Παίωνας, ο … σύντροφός μου…», δεν μπορούσε να πει ο σκύλος μου, ένοιωθε κάτι περισσότερο γι αυτό το ζώο, « με ακολουθεί χρόνια τώρα. Μόνο που, από την ημέρα που ήρθαμε εδώ, όλο τρέχει στα χωράφια και στα χώματα. Τουλάχιστον δεν με κουράζει με το φαγητό του. Φροντίζει μόνος του γι αυτό…».
Οι δυό Λακεδαιμόνιοι, κάθισαν ήρεμα κάτω και άδραξαν της ευκαιρίας, να ρωτήσουν διάφορα τον Αθηναίο. Εκείνος μίλαγε, απαντούσε, υπέθετε… το βλέμμα του όμως έπεσε πάνω στα μάτια του Παίωνα. Η έμφυτη μελαγχολία του σκυλιού, ήταν ή φαινότανε εντονότερη τώρα. Μέχρι που άκουσε ή νόμιζε ότι άκουσε ακόμα και το κλάμα του. Κάτι δεν του πήγαινε καλά, κάτι άρχισε να τον «τρώει» μέσα του. Τον έπιασε μια δυσφορία, η ανάσα του χωρίς να τι καταλάβει, είχε γίνει πιο γρήγορη, ενώ ο κόσμος γύρω του είχε αρχίσει να θολώνει. Γονάτισε δίπλα στο ζώο και το χάιδεψε. Οι άλλοι κατάλαβαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτόν τον παράξενο Αθηναίο.
Ο Τελευτίας σήκωσε τα χέρια και τα σταύρωσε στο στήθος. Ένας οξύς πόνος του τρύπαγε τα σωθικά και αντανακλούσε πίσω, κάτω από την ωμοπλάτη του. Δεν είχε ξανανιώσει στη ζωή του κάτι τέτοιο. Φοβήθηκε, αλλά σε λίγα λεπτά, όλα ξανάγιναν όπως πριν. Αισθάνθηκε να διψάει πολύ. Ήπιε νερό και τέντωσε το χέρι να σηκωθεί. Οι υπόλοιποι τον βοήθησαν, αν και τον προέτρεπαν να ξαπλώσει πάνω στα άχυρα που είχε σαν κρεβάτι. Αρνήθηκε, δικαιολογούμενος πως ήταν καλά. Ούτε ο ίδιος όμως το πίστευε. Ξαφνικά ένας νέος πόνος του τρύπησε το αριστερό χέρι και σε λίγο επεκτάθηκε και στο αριστερό πόδι του. Δεν μπορούσε να στηριχτεί και ένοιωσε να τρέμουν όλα τα μέλη του. Ο Παίωνας, παράξενο, δεν είχε κουνήσει από την θέση του. Ο Τελευτίας αναγκάστηκε να υπακούσει στις συμβουλές των άλλων και ξαπλώνοντας, τον πήρε αμέσως ο ύπνος.
-«Κουράστηκε ο … παππούς σήμερα», παρατήρησε ο Λίχης. «Αφήστε τον να ξεκουραστεί, δεν θα πάθει τίποτα,…. , το είπαν και οι Θεοί εξάλλου! Μην το ξεχνάμε…», γέλασε με τα τελευταία του λόγια.
Οι υπόλοιποι συμφώνησαν σιωπηλά και άφησαν τον έμπορο να ξεκουραστεί. Αποφάσισαν ότι το πιο σωστό θα ήταν να ακολουθήσουν κι αυτοί τον Μορφέα, αρκετές συγκινήσεις είχαν όλη μέρα.
Ο Τελευτίας, βυθίστηκε σ’ ένα βαθύ και απόλυτο ύπνο. Όχι όμως ήσυχο. Έβλεπε παράξενα όνειρα, που τον έκαναν να βογγάει και να στριφογυρίζει πάνω στα άχυρα. Κούναγε τα χέρια να διώξει τις δυσάρεστες εικόνες και το … αίμα που έβλεπε να στάζει πάνω στο κεφάλι του. Είδε μια μάχη. Δεν μπόρεσε να διακρίνει ακριβώς ποια, αλλά σίγουρα ήταν μάχη. Είδε την Ελπινίκη… να πολεμάει, με χέρια και με πόδια, με δαγκώματα και νυχιές. Είδε τον εαυτό του να τρέχει με ένα μεγάλο σπαθί στο χέρι, να βοηθήσει, αλλά όσο κι αν έτρεχε, πάντα βρισκόταν στο ίδιο μέρος. Είδε τον Αγήνορα να γελάει και να ρεύεται πάνω στο τραπέζι, είδε τον Παίωνα να του γλύφει τα πόδια, το σπίτι του, τα χωράφια του, τους παλιούς του συντρόφους στα ταξίδια. Ξανά η γυναίκα που είχε αφήσει απροστάτευτη, ερχόταν ρακένδυτη, όχι – όχι ρακένδυτη αλλά γεμάτη αίματα, με αργό βήμα και τα χέρια τεταμένα… και όσο ερχόταν τόσο απομακρυνόταν, όσο έκανε να τον πλησιάσει, τόσο λες και ο χρόνος την πήγαινε πίσω, πάλι απ’ την αρχή, πάλι απ’ την αρχή. Κι εκείνος πάντα ακίνητος … να τρέχει και να τρέχει κοντά της και όλο να … απομακρύνεται. Κάποια στιγμή είδε τον ουρανό μαύρο, μια στατική, άηχη άβυσσος και ξαφνικά τα βλέμμα του αντίκρισε τόνους χώματος να πέφτουν επάνω του και να τον θάβουν ζωντανό. Του κόπηκε η ανάσα, προσπάθησε με τα νύχια, να σκάψει τον τάφο του, να λευτερωθεί. Όμως δεν μπορούσε. Όλο και περισσότερα χώματα έπεφταν και του πίεζαν τα πνευμόνια, έμπαιναν στο στόμα του και στα ρουθούνια…
Είδε την Ελπινίκη να γελάει και να τον κοιτάει ακίνητη. Δεν είχε μαλλιά, δεν είχε τα υπέροχα μαύρα της μαλλιά. Έμοιαζε με την Μέδουσα… με τα φίδια στο κεφάλι. Προσπάθησε να πάρει αέρα… και αντελήφθη την γυναίκα να τον χαιρετάει και να φεύγει. Τον άφηνε να πεθάνει μόνος του. Την φώναξε…
Τα χέρια του Λίχη, τον ταρακούνησαν και τον έβγαλαν από τους εφιάλτες του. Κοίταξε γύρω του και ξεφύσηξε ανακουφισμένος. Ανασηκώθηκε χωρίς να πει κουβέντα στον Λακεδαιμόνιο. Οι άλλοι κοιμόντουσαν και δεν είχαν καταλάβει τίποτα. Προς στιγμή, ντράπηκε. Κούνησε το κεφάλι του δεξιά – αριστερά και κοίταξε τον άντρα απέναντί του κατάματα. Είδε ανησυχία σε εκείνα τα σκούρα μάτια:
-«Μια χαρά είμαι», τον καθησύχασε. «Μια χαρά νοιώθω. Μη φοβάσαι…»
-«Εφιάλτες ε;», τον ρώτησε ο Σπαρτιάτης. «Προσπάθησε να ηρεμίσεις γιατί το πρωί μας έχουν καλέσει σε συγκέντρωση… όλο το στρατό. Θα μας ειδοποιήσουν οι σάλπιγγες. Άντε κοιμήσου τώρα και θα δεις… όλα θα πάνε καλά»
Ο Τελευτίας συμφώνησε με ένα νεύμα του. Τώρα ο ύπνος αργούσε να έρθει, αν και φοβόταν τα νέα άσχημα όνειρα. Η Ελπινίκη ήταν η τελευταία και μεγαλύτερη απόλαυση σ’ αυτή την ζωή. Θεωρούσε τον εαυτό του αρκετά γέρο, για οποιαδήποτε άλλη χαρά. Η γυναίκα αυτή και το μικρό … ο μικρός «μπελάς»! Ήθελε να σταθεί δίπλα στην σύντροφό του, ήθελε να φερθεί σαν πατέρας κι ας μην ήταν στην αλήθεια. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να ταξιδέψει με την σκέψη στην μικρή καλύβα. Χαμογέλασε και έλπισε αυτή η εικόνα, ν’ αποτρέψει τους εφιάλτες του.
Ο Ευρυάναξ, κοιμόταν ελαφρά όπως είχε μάθει τόσα χρόνια να κάνει. Ήταν μέρος της στρατιωτικής παιδείας. Λένε ότι όλοι οι Λακεδαιμόνιοι κοιμούνται σαν λαγοί. Με το ένα μάτι δηλαδή, ανοικτό. Το παραμικρό μπορούσε να τους κάνει να πεταχτούν όρθιοι με φονικό όπλο στο χέρι και μυαλό καθαρό για δράση. Έτσι λένε! Όταν ο σύντροφός του έσκυψε πάνω απ’ τον αναστατωμένο Αθηναίο, άνοιξε τα μάτια του. Κατάλαβε αμέσως την κατάσταση, αλλά δεν κουνήθηκε καθόλου. Δεν ήθελε να δείξει ότι είχε αντιληφθεί το άγχος και την ανησυχία του Τελευτία. Στα δικά του πιστεύω, ο άντρας πρέπει να κρύβει τις αδυναμίες του. Εκτός αυτού, δεν θεώρησε σημαντικό έναν εφιάλτη. Άφησε να περάσουν περίπου δέκα λεπτά και γύρισε πλευρό. Είχε και τις δικές του αναπολήσεις και αυτές ήθελε να είναι ευχάριστες. Σκέφτηκε την Αγαθόκλεια και το «σπίτι» στην Κόρινθο. Χαμογέλασε με ικανοποίηση που θυμόταν ακόμα καθαρά το πρόσωπό της. Τώρα ήθελε να κάνει έρωτα μαζί της. Απελπισμένα. Μπορούσε να δει την συνεύρεση μαζί της, χωρίς ηθικούς φραγμούς, χωρίς να φοβάται τα βλέμματα των άλλων. Γυμνή πάνω στο κρεβάτι της, πάνω στο μικρό τραπέζι του δωματίου υποδοχής, μόνη αλλά και με άλλες κοπέλες σε ανήθικες στάσεις και χάδια. Ασυναίσθητα άνοιξε τα μάτια και κοίταξε μη τον βλέπει κανείς, πνιγμένος από αναστολές. Μα τα όνειρα ποιος άλλος να τα αντιληφθεί. Ξανάκλεισε τα μάτια να συνεχίσει την ονειροπόληση. Προσπάθησε να συνεχίσει από το ίδιο σημείο που είχε μείνει. Το έκανε , απολαμβάνοντας τη στιγμή. Μπορούσε να κάνει τα πάντα. Όλος ο κόσμος ήταν τώρα δικός του, ολόδικός του. Χούφτωνε μαστούς και γλουτούς, χάιδευε δέρματα αρωματισμένα με τα καλύτερα αρώματα και πασαλειμμένα με αιθέρια έλαια. Διείσδυσε σε όλους τους κόλπους και όχι μόνο των πολλών γυναικών που ήταν ξαπλωμένες δίπλα του. Μπορούσε να …. Το κλάμα που ακούστηκε όμως τον επανέφερε  στην φυσική του σεμνότητα. Κάπου από κάποιο άλλο δωμάτιο, μακριά από το όργιο που φανταζόταν, ένα μωρό έκλαιγε με δύναμη, ζητώντας …
Του χάλασε την φαντασίωση. « Το μωρό», σκέφτηκε «το μικρό μωράκι…» αυτό που είχε δώσει στην Αγαθόκλεια να το φυλάει. Άνοιξε τα μάτια και ανακάθισε. Κοίταξε τον Λίχη και του έκανε νόημα να αλλάξουνε σκοπιά. «Σαν δεν ντρέπομαι», συλλογίστηκε, «να κάνω τέτοιες σκέψεις!». Έφτυσε στο χώμα δίπλα του, σήκωσε το δόρυ του και την ασπίδα και πήγε να αντικαταστήσει τον σύντροφό του. Όταν πήρε την θέση του, κάτω από το μεγάλο πουρνάρι, (από κει μπορούσε ν αντιληφθεί οποιαδήποτε κίνηση σε μεγάλη ακτίνα), στήριξε έναν νέο δαυλό για να βλέπει καλύτερα, άρχισε να σκαλίζει στον κορμό το όνομα της Θάλειας. Σαν να ζητούσε συγγνώμη για τις άνομες σκέψεις του!
Γύρισε τα μάτια στην πλάτη του Λίχη που απομακρυνόταν. Τον εντυπωσίασαν οι ώμοι του, που στο λιγοστό φως έδειχναν τεράστιοι. «Καλή σου νύχτα φίλε», ψιθύρισε μέσα από τα δόντια του. «Καλή σου νύχτα πιστέ και σοφέ μου σύντροφε!»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου