Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 22 Απριλίου 2016

1945
Η ΠΤΩΣΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Ο ΠΥΡΓΟΣ ΑΠΟ ΤΡΑΠΟΥΛΟΧΑΡΤΑ ΣΤΟ ΒΙΣΤΟΥΛΑ

Οι εκτιμήσεις του στρατηγού Gehlen για την Σοβιετική δύναμη δεν ήταν καθόλου υπερβολικές. Αν μη τι άλλο, ήταν αρκετά κατώτερες για τους τομείς που απειλούνταν περισσότερο. Ο Κόκκινος Στρατός αριθμούσε 60700,000 άνδρες σε ένα μέτωπο που εκτεινόταν από τη Βαλτική μέχρι την Αδριατική. Ο αριθμός αυτός ήταν υπερδιπλάσιος από αυτόν που είχε στην διάθεσή της η Βέρμαχτ και οι σύμμαχοί της όταν εισέβαλαν στη Σοβιετική Ένωση, τον Ιούνιο του 1941. Η πεποίθηση του Χίτλερ εκείνο το καλοκαίρι, ότι ο Κόκκινος Στρατός βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης, είχε αποδειχθεί ο πιο καταστροφικά λανθασμένος υπολογισμός στην Ιστορία.
«Είμαστε χαμένοι…», παραδεχόταν ένας Γερμανός λοχίας τον Ιανουάριο του 1945, «… αλλά θα πολεμήσουμε μέχρι τελικής πτώσης». Οι σκληραγωγημένοι από τις μάχες άντρες του Ανατολικού Μετώπου πίστευαν ότι θα πρέπει να μείνουν όλοι στις θέσεις τους μέχρις εσχάτων. Οποιαδήποτε άλλη λύση φαινόταν αδύνατη ύστερα απ’ όλα όσα είχαν προηγηθεί. Γνώριζαν πολύ καλά τι είχε γίνει στις κατεχόμενες από τους Γερμανούς περιοχές και ήξεραν ότι ο Κόκκινος Στρατός επρόκειτο να εκδικηθεί. Η αιχμαλωσία σήμαινε καταναγκαστική εργασία μέχρι θανάτου στα στρατόπεδα εργασίας στη Σιβηρία, όπου οι αιχμάλωτοι θα χρησιμοποιούνταν σαν «Stalinpferd», δηλαδή σαν «υποζύγιο του Στάλιν». «Δεν πολεμούσαμε πλέον για το Χίτλερ, τον Εθνικοσοσιαλισμό ή το Τρίτο Ράιχ», έγραψε ένας βετεράνος της μεραρχίας Grossdeutschland από την Αλσατία, «ούτε για τις αρραβωνιαστικιές, τις μητέρες ή τις οικογένειές μας που βρίσκονταν παγιδευμένες στις κατεστραμμένες από τις βόμβες πόλεις. Πολεμούσαμε από σκέτο φόβο… πολεμούσαμε για τους εαυτούς μας για να μη πεθάνουμε σε κάποια τρύπα γεμάτη με λάσπη και χιόνι, πολεμούσαμε σαν αρουραίοι».

Γερμανική φωλιά οπλοπολυβόλων στην όχθη του Βιστούλα

Κανείς δεν μπορούσε να λησμονήσει εύκολα τις καταστροφές της προηγούμενης χρονιάς και, κυρίως, την περικύκλωση και καταστροφή της Ομάδας Στρατιών του Κέντρου. Οι αξιωματικοί της εθνικοσοσιαλιστικής ηγεσίας, μιας Ναζιστικού τύπου απομίμησης των Σοβιετικών κομισάριων, επιχείρησαν να τονώσουν το ηθικό του μέσου Γερμανού στρατιώτη, του λεγόμενου Landser, με υποσχέσεις αλλά και με την απειλή εκτέλεσης για όποιον λιποτακτήσει ή οπισθοχωρήσει χωρίς να έχει λάβει διαταγές επί τούτου. «Δεν χρειάζεται να φοβάστε τη Ρωσική επίθεση…», τους έλεγαν. «Αν ο εχθρός αρχίσει να επιτίθεται, τα τεθωρακισμένα μας θα είναι εδώ σε τέσσερις ώρες». Οι πιο έμπειροι στρατιώτες, όμως, γνώριζαν πολύ καλά τι είχαν ν’ αντιμετωπίσουν.
Παρ’ όλο που οι αξιωματικοί του επιτελείου του Γκουντέριαν στο Τσόσεν είχαν σχηματίσει μια ακριβή ιδέα για την ημερομηνία της επίθεσης, η πληροφορία αυτή δεν φαινόταν να είχε γίνει γνωστή στη πρώτη γραμμή. Ο δεκανέας Alois K…, της 304ης Μεραρχίας Πεζικού, που συνελήφθη ξαφνικά από μια Σοβιετική περίπολο για «άγρα πληροφοριών», είπε στου αξιωματικούς της Υπηρεσίας Πληροφοριών του 1ου Ουκρανικού Μετώπου ότι οι Γερμανοί περίμεναν κατ’ αρχήν την επίθεση πριν τα Χριστούγεννα και πως, στη συνέχεια, τους είχαν πει ότι η επίθεση θα πραγματοποιούνταν στις 10 Ιανουαρίου, επειδή υποτίθεται ότι ήταν η ημερομηνία των γενεθλίων του Στάλιν.
Στις 9 Ιανουαρίου, μετά από μια ταχεία περιοδεία στα τρία κύρια ανατολικά μέτωπα – της Ουγγαρίας, του Βιστούλα και της Ανατολικής Πρωσίας – ο στρατηγός Γκουντέριαν, συνοδευόμενος από τον υπασπιστή του, ταγματάρχη βαρόνο Freytag von Loringhoven επισκέφτηκε για μια ακόμη φορά το Χίτλερ στο Ziegenberg. Του παρουσίασε τις τελευταίες εκτιμήσεις για τη δύναμη του εχθρού, βάσει της συλλογής πληροφοριών του Gehlen, καθώς και των πληροφοριών του Αρχηγού της Λουφτβάφε, Πτεράρχου Seidermann. Η από αέρος αναγνώριση εδάφους έδειχνε ότι στο μέτωπο του Βιστούλα και της Ανατολικής Πρωσίας είχαν συγκεντρωθεί 8,000 Σοβιετικά αεροπλάνα. Ο Γκαίρινγκ διέκοψε τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου. «Φύρερ μου, μην τα πιστεύεται αυτά», είπε. «Αυτά δεν είναι πραγματικά αεροπλάνα. Είναι απλά δολώματα». Ο Κάιτελ σε μια δουλοπρεπή επίδειξη αποφασιστικότητας, χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι. «Ο Στρατάρχης του Ράιχ έχει δίκιο», δήλωσε.

Γερμανοί στρατιώτες αιχμάλωτοι ταλαιπωρημένοι οδηγούνται στα μετόπισθεν για να συναντήσουν τη μοίρα τους στα στρατόπεδα εργασίας στη Σιβηρία

Η συνάντηση συνεχίστηκε σαν κακόγουστη φάρσα. Ο Χίτλερ επανέλαβε την άποψή του ότι οι υπολογισμοί της Υπηρεσίας Πληροφοριών ήταν «απολύτως ηλίθιοι» και πρόσθεσε ότι ο άνθρωπος που συνέλεξε τα στοιχεία αυτά θα πρέπει να κλειστεί σε ψυχιατρικό άσυλο. Ο Γκουντέριαν ανταπάντησε θυμωμένα ότι εφόσον και ο ίδιος τα υποστήριζε απόλυτα, ήταν τρελός. Ο Χίτλερ αρνήθηκε ασυζητητί το αίτημα των Στρατηγών Harpe από το μέτωπο του Βιστούλα και Reinhardt  από την Ανατολική Πρωσία να αποσύρουν τα περισσότερο εκτεθειμένα στρατεύματά τους σε πλέον κατάλληλες αμυντικές θέσεις. Επέμεινε επίσης ότι οι 200,000 Γερμανοί στρατιώτες που είχαν παγιδευτεί στη χερσόνησο της Κουρλανδίας  (το δυτικό τμήμα της Λετονίας), θα έπρεπε να παραμείνουν στις θέσεις τους για να υπερασπιστούν τα σύνορα του Ράιχ και να μην εκκενώσουν την περιοχή διαφεύγοντας από τη θάλασσα. Ο Γκουντέριαν, αηδιασμένος από την «στρουθοκαμηλική στρατηγική» του επιτελείου του Φύρερ, ετοιμάστηκε να φύγει.
«Το Ανατολικό Μέτωπο», είπε ο Χίτλερ ξαφνικά, επιχειρώντας να τον καλοπιάσει, «δεν είχε ποτέ ως τώρα στη διάθεσή του μια τόσο δυνατή εφεδρεία. Κι αυτό είναι δικό σου έργο. Σ’ ευχαριστώ γι αυτό».
«Το Ανατολικό Μέτωπο…», απάντησε ο Γκουντέριαν, «… είναι σαν πύργος από τραπουλόχαρτα. Αν σπάσει σε κάποιο σημείο, όλο το υπόλοιπο θα καταρρεύσει». Η ειρωνεία είναι ότι ο Γκαίμπελς το 1941 είχε χρησιμοποιήσει την ίδια ακριβώς παρομοίωση για τον Κόκκινο Στρατό.
Ο Γκουντέριαν επέστρεψε στο Τσόσεν με «πολύ άσχημη διάθεση». Αναρωτήθηκε αν η έλλειψη φαντασίας του Χίτλερ και του Γιόντλ οφειλόταν στο γεγονός ότι και οι δυο προέρχονταν από περιοχές του Ράιχ – την Αυστρία και την Βαυαρία – που δεν απειλούνταν. Ο Γκουντέριαν ήταν Πρώσος. Η πατρίδα του ήταν στα πρόθυρα της καταστροφής και ίσως να χανόταν για πάντα. Ο Χίτλερ, προκειμένου ν’ ανταμείψει το μεγάλο αρχηγό των τεθωρακισμένων του για τις επιτυχίες του στις αρχές του πολέμου, του είχε προσφέρει το απαλλοτριωμένο κτήμα του Deipenhof στο Warthegau, στην περιοχή της Δυτικής Πολωνίας την οποία είχαν καταλάβει και ενσωματώσει στο Γ! Ράιχ οι Ναζί. Τώρα, όμως, η επικείμενη επίθεση κατά μήκος του Βιστούλα απειλούσε και αυτή του την ιδιοκτησία. Η σύζυγός του ήταν ακόμη εκεί και δε θα μπορούσε να φύγει παρά μόνο την τελευταία στιγμή, αφού οι επικεφαλής του Ναζιστικού Κόμματος στην περιοχή την παρακολουθούσαν στενά.

Νεκρός Γερμανός πυροβολητής μέσα στο κατεστραμμένο άρμα του κατά την "επέλαση" του Κόκκινου Στρατού στον ποταμό Βιστούλα

Μόλις είκοσι τέσσερις ώρες αργότερα, το επιτελείο του Γκουντέριαν στο Τσόσεν έλαβε την επιβεβαίωση ότι η επίθεση θα άρχιζε σε λίγες ώρες και όχι μέρες. Οι σκαπανείς του Κόκκινου Στρατού καθάριζαν τα ναρκοπέδια τη νύχτα και τα Σώματα Τεθωρακισμένων προωθούνταν προς τα προγεφυρώματα. Ο Χίτλερ διέταξε οι εφεδρείες των τεθωρακισμένων της περιοχής του Βιστούλα να προωθηθούν κι αυτές, παρά τις προειδοποιήσεις ότι κάτι τέτοιο θα τις έφερνε σε απόσταση βολής για τα όπλα του Σοβιετικού πυροβολικού. Κάποιοι ανώτεροι αξιωματικοί άρχισαν να αναρωτιούνται αν ο Χίτλερ επιθυμούσε υποσυνείδητα να χάσει τον πόλεμο.
Ο Κόκκινος Στρατός φρόντιζε να επιτίθεται κάτω από κακές καιρικές συνθήκες. Οι Γερμανοί βετεράνοι, εξοικειωμένοι με αυτή την τακτική συνήθιζαν να αποκαλούν τις συνθήκες αυτές «καιρό για Ρώσους». Τα Σοβιετικά στρατεύματα γνώριζαν πολύ καλά ότι είχαν ένα σαφές πλεονέκτημα στις χειμερινές εχθροπραξίες, στην παγωνιά ή στη λάσπη. Το συγκριτικά χαμηλό ποσοστό γάγγραινας και κρυοπαγημάτων του Ρωσικού Στρατού οφειλόταν στο γεγονός ότι χρησιμοποιούσαν σκληρούς, λινούς επιδέσμους αντί για κάλτσες. Οι μετεωρολογικές προβλέψεις είχαν προειδοποιήσει για έναν «παράξενο χειμώνα». Μετά το βαρύ κρύο του Ιανουαρίου προβλέπονταν «δυνατές βροχές και χιονόνερο». Ανακοινώθηκε η διαταγή: «Όλες οι δερμάτινες μπότες πρέπει να επιδιορθωθούν».
Παρ’ όλο που ο Κόκκινος Στρατός είχε βελτιωθεί σε πολλούς τομείς – τα βαριά του όπλα, ο επαγγελματισμός των σχεδιασμών του, το καμουφλάζ και ο έλεγχος των επιχειρήσεων είχαν συχνά αιφνιδιάσει τους Γερμανούς – κάποιες αδυναμίες εξακολουθούσαν να υπάρχουν. Η χειρότερη ανάμεσά τους ήταν η παντελής έλλειψη πειθαρχίας, η οποία έμοιαζε απίστευτη σε ένα τόσο απολυταρχικό καθεστώς. Μέρος του προβλήματος οφειλόταν στην περίεργη διχόνοια που βασίλευε μεταξύ των νεαρών αξιωματικών.
Πραγματικά, ήταν δύσκολη η ζωή των δεκαεφτάχρονων και δεκαοχτάχρονων ανθυπολοχαγών του πεζικού. «Εκείνη την εποχή…», έγραφε ο συγγραφέας και πολεμικός ανταποκριτής Konstantin Simonov, « …οι νέοι ενηλικιώνονταν μέσα σε ένα χρόνο, ένα μήνα ή ίσως και κατά την διάρκεια μιας μάχης». Φυσικά, πολλοί ήταν εκείνοι που δεν επιβίωσαν σε αυτή τη μια μάχη. Αποφασισμένοι να αποδείξουν ότι ήταν άξιοι να διοικούν τους βετεράνους που είχαν κάτω από τις διαταγές τους – μερικοί από τους οποίους ήταν τόσο μεγαλύτεροί τους που θα μπορούσαν να ήταν πατεράδες τους – έδειχναν παράτολμο θάρρος και το πλήρωναν.
Η απειθαρχία πήγαζε επίσης και από τον απάνθρωπο τρόπο με τον οποίο οι ίδιοι οι ανώτεροί τους συμπεριφέρονταν στους στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού. Σημαντικό ρόλο έπαιζαν φυσικά και οι αδυναμίες και τα ισχυρά σημεία του πολύπλοκου εθνικού τους χαρακτήρα. «Ο Ρώσος Πεζικάριος…», περιγράφει κάποιος συγγραφέας, ‘… είναι σκληραγωγημένος, χωρίς απαιτήσεις, απερίσκεπτος και πεπεισμένος μοιρολάτρης… Αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά του τον κάνουν ασύγκριτο!». Το ημερολόγιο ενός απλού στρατιώτη κάποιας μεραρχίας τυφεκιοφόρων μας προσφέρει μια σύνοψη των συνεχών αλλαγών της διάθεσης των συντρόφων του. «Πρώτη κατάσταση χωρίς ανωτέρους του γύρω του: Γκρινιάζει. Εξαπολύει απειλές και κάνει επίδειξη. Έχει την τάση να κλέψει ή να πιαστεί με κάποιον στα χέρια για ασήμαντο λόγο. Είναι προφανές ότι η ζωή του στρατιώτη δεν του πέφτει εύκολη. Δεύτερη κατάσταση, ο στρατιώτης παρουσία ανωτέρων του : Υποτακτικός και λιγομίλητος. Συμφωνεί πρόθυμα με όσα του λένε. Πιστεύει εύκολα σε υποσχέσεις. Είναι υπερήφανος όταν κάποιος τον επαινεί και βιάζεται να θαυμάσει την αυστηρότητα των αξιωματικών, τους οποίους κοροϊδεύει πίσω από την πλάτη τους. Τρίτη κατάσταση, όταν ο στρατιώτης συνεργάζεται ή στην διάρκεια της μάχης : Εδώ είναι ήρωας. Δεν θα αφήσει το συμπολεμιστή του ανυπεράσπιστο στον κίνδυνο. Πεθαίνει ήσυχα, σαν να είναι και αυτό μέρος της δουλειάς του».
Το φρόνημα των πληρωμάτων των τεθωρακισμένων του Κόκκινου Στρατού ήταν ιδιαίτερα καλό. Έχοντας χάσει το ηθικό τους, όπως και η Σοβιετική αεροπορία, κατά το πρώτο μέρος του πολέμου, άρχισαν να απολαμβάνουν κύρος ηρώων. Ο Vasily Grossman, ένας άλλος συγγραφέας και πολεμικός ανταποκριτής, θεωρούσε τώρα τους «τεθωρακισμένους» εξίσου εξ ίσου εντυπωσιακούς με τους ελεύθερους σκοπευτές στο Στάλινγκραντ. Εντυπωσιασμένος, τους περιέγραφε ως «ιππείς, πυροβολητές και μηχανικούς, όλα σε ένα». Ωστόσο η μεγαλύτερη δύναμη του Κόκκινου Στρατού πήγαζε από την φλογερή γνώση ότι βρισκόταν επιτέλους σε απόσταση βολής από το Ράιχ. Οι καταπατητές της Μητερούλας Ρωσίας επρόκειτο να ανακαλύψουν την πραγματική σημασία του ρητού «ότι σπείρεις θα θερίσεις».
Σοβιετικοί στρατιώτες του 1ου Λευκορωσικού Μετώπου προελαύνουν
Το βασικό σχέδιο της επίθεσης είχε αποφασίσει σε γενικές γραμμές στα τέλη Οκτώβρη του 1944. Επικεφαλής της Stavka του Σοβιετικού Γενικού Επιτελείου, ήταν ο Στάλιν, που είχε αυτοπροαχθεί σε Στρατάρχη μετά την μάχη του Στάλινγκραντ. Η πρόθεση του Στάλιν ήταν να διατηρήσει τον απόλυτο έλεγχο. Επέτρεπε στους διοικητές μια κάποια ελευθερία κινήσεων, την οποία ζήλευαν οι Γερμανοί ομόλογοί τους και σε αντίθεση με τον Χίτλερ, άκουγε προσεκτικά τα επιχειρήματα της αντίθετης άποψης. Δεν είχε, παρ’ όλα αυτά, καμία πρόθεση να επιτρέψει να πάρουν αέρα τα μυαλά των διοικητών του Κόκκινου Στρατού καθώς πλησίαζε η στιγμή της νίκης. Εγκατέλειψε τη συνήθη πρακτική του διορισμού «αντιπροσώπων της Stavka” για να επιβλέπουν τις επιχειρήσεις. Ανέλαβε ο ίδιος το ρόλο αυτό, παρ’ όλο που δε σκόπευε προς το παρόν ούτε καν να πλησιάσει τη γραμμή του μετώπου.
Ο Στάλιν αποφάσισε επίσης να ταρακουνήσει λίγο τις διοικήσεις – κλειδιά. Δεν τον ένοιαζε αν αυτό θα κατέληγε σε ζήλιες και «ασυμφωνίες». Η βασική αλλαγή που έκανε ήταν να αντικαταστήσει τον Στρατάρχη Konstantin Rokossovsky, που βρισκόταν επικεφαλής του 1ου Λευκορωσικού Μετώπου, της κύριας ομάδας στρατιών επί του άξονα προώθησης προς το Βερολίνο. Ο Rokossovsky, ένας ψηλός, κομψός και ευπαρουσίαστος αξιωματικός του ιππικού, διέφερε σημαντικά από τους περισσότερους Ρώσους διοικητές, οι οποίοι κατά το πλείστον ήταν κοντοί, με χοντρό λαιμό και ξυρισμένο κεφάλι. Επίσης διέφερε και για ένα ακόμη λόγο. Ο Konstantin Rokossovsky, ήταν κατά το ήμισυ Πολωνός και εγγονός και δισέγγονος Πολωνών αξιωματικών του ιππικού. Αυτό τον έκανε επικίνδυνο στα μάτια του Στάλιν. Το μίσος του Στάλιν για την Πολωνία άρχισε την εποχή του Σοβιετοπολωνικού Πολέμου του 1920, όταν είχε κατηγορηθεί εν μέρει για την καταστροφική ήττα του Κόκκινου Στρατού κατά την επίθεση στη Βαρσοβία.
Ο Rokossovsky εξοργίστηκε όταν έμαθε ότι επρόκειτο να μετατεθεί στο 2ο Λευκορωσικό Μέτωπο προκειμένου να διοικήσει τις στρατιές που θα επιτίθονταν στην Ανατολική Πρωσία. Αντικαταστάτης του θα ήταν ο Στρατηγός Γκεόργκι Ζούκοφ, ο γεροδεμένος και απίστευτα σκληρός διοικητής που είχε αναλάβει την άμυνα της Μόσχας το Δεκέμβριο του 1941. «Γιατί αυτή η ατίμωση;’, απαίτηση να μάθει ο Rokossovsky. «Γιατί μετακινούμαι από τον κύριο άξονα σε έναν δευτερεύουσας σημασίας;». Ο Rokossovsky υποπτευόταν πως ο Ζούκοφ, τον οποίο θεωρούσε φίλο του, τον είχε υπονομεύσει, αλλά η αλήθεια είναι ότι ο Στάλιν δεν ήθελε να καρπωθεί την δόξα της κατάληψης του Βερολίνου ένας Πολωνός. Ήταν φυσικό ο Rokossovsky να θεωρείται ύποπτος. Εξάλλου, είχε συλληφθεί κατά την διάρκεια των εκκαθαρίσεων που είχαν γίνει στον Κόκκινο Στρατό το 1937. Οι ξυλοδαρμοί από τους πιστούς μπράβους του Μπέρια που απαιτούσαν ομολογίες προδοσίας ήταν αρκετοί για να κάνουν ακόμα και την πιο ισορροπημένη προσωπικότητα ελαφρώς παρανοϊκή. Και ο Rokossovsky γνώριζε ότι ο Λαυρέντι Μπέρια, ο επικεφαλής της Μυστικής Αστυνομίας NKVD και ο Viktor Abakumov, ο αρχηγός της αντικατασκοπίας SMERSH, τον παρακολουθούσαν στενά. Ο Στάλιν δεν είχε αφήσει περιθώριο στον Rokossovsky να πιστεύει ότι οι κατηγορίες του 1937 δεν εκκρεμούσαν πλέον εναντίον του. είχε αποφυλακιστεί υπό όρους. Η παραμικρή απερισκεψία που θα έκανε ως διοικητής, θα ήταν αρκετή για να τον στείλει πίσω στην NKVD. «Ξέρω πολύ καλά τι είναι ικανός να κάνει ο Μπέρια», είπε ο Rokossovsky στο Ζούκοφ κατά την διάρκεια της αλλαγής θέσεων. «Έχω περάσει από τις φυλακές του». θα χρειαζόταν να περάσουν οκτώ χρόνια προτού οι Σοβιετικοί στρατηγοί εκδικηθούν τον Μπέρια.
Ο ποταμός Βιστούλας σήμερα
Οι δυνάμεις του 1ου Λευκορωσικού Μετώπου και του 1ου Ουκρανικού Μετώπου, που ήταν συμπαραταγμένες απέναντι στη Γερμανική γραμμή μετώπου κατά μήκος του Βιστούλα, δεν ήταν απλώς περισσότερες, ήταν συντριπτικά μεγαλύτερες. Στα νότια του Ζούκοφ, το 1ο Ουκρανικό Μέτωπο του Στρατάρχη Κόνιεφ θα επιτίθετο κατευθείαν στα δυτικά προς το Μπρεσλάου. Η κύρια δύναμη του μετώπου θα ριχνόταν στη μάχη από το προγεφύρωμα του Santomierz, το σημαντικότερο οχυρό στη δυτική όχθη του Βιστούλα. Σε αντίθεση με τον Ζούκοφ, ωστόσο, ο Κόνιεφ προτίθετο να χρησιμοποιήσει τις δυο τεθωρακισμένες στρατιές του προκειμένου να διασπάσει τις γραμμές του εχθρού από την πρώτη κιόλας μέρα.
Όπως διηγείται ο γιός του Μπέρια, ο Κόνιεφ είχε «μικρά μάτια όλο κακία, ένα ξυρισμένο κεφάλι που έμοιαζε με κολοκύθα και την έκφραση ενός απολύτως αυτάρεσκου ανθρώπου». Ήταν μάλλον ο αγαπημένος στρατηγός του Στάλιν και ένας από τους ελάχιστους ανώτερους διοικητές τον οποίο ακόμα και ο Στάλιν θαύμαζε για την σκληρότητά του. ο Στάλιν τον είχε προαγάγει σε Στρατάρχη της Σοβιετικής Ένωσης μετά την συντριβή του θύλακα του Κορσούν, νότια του Κιέβου, μόλις ένα χρόνο νωρίτερα. Αυτή υπήρξε μια από τις πλέον απάνθρωπες μάχες ενός πολύ σκληρού πολέμου. Ο Κόνιεφ είχε διατάξει τα αεροπλάνα του να ρίξουν εμπρηστικές βόμβες στην μικρή πόλη της Σαντέροβκα για να αναγκάσει τους Γερμανούς που είχαν καταφύγει εκεί να βγουν έξω στη χιονοθύελλα. Στις 17 Δεκεμβρίου 1944 και καθώς οι Γερμανοί πάλευαν να σπάσουν τον κλοιό που είχε στηθεί γύρω τους, ο Κόνιεφ έθεσε σε εφαρμογή την παγίδα του. τα τεθωρακισμένα του εφόρμησαν προς τη Γερμανική φάλαγγα που υποχωρούσε πολυβολώντας την και συνθλίβοντας τους στρατιώτες της κάτω από τις ερπύστριες. Καθώς οι Γερμανοί σκόρπιζαν προσπαθώντας να ξεφύγουν μέσα από το πυκνό χιόνι, οι τρεις μεραρχίες ιππικού του Κόνιεφ άρχισαν να τους κυνηγούν. Οι Κοζάκοι τους σκότωναν ανελέητα με τις σπάθες τους, προφανώς πελεκώντας ακόμα και χέρια υψωμένα σε παράδοση. Περίπου 20,000 Γερμανοί σκοτώθηκαν εκείνη την ημέρα.
Ήταν 5 μ. μ. ώρα Μόσχας, στις 12 Ιανουαρίου 1945, όταν άρχισε η επίθεση στον Βιστούλα με το 1ο Ουκρανικό Μέτωπο του Κόνιεφ να εφορμά από το προγεφύρωμα του Sandomierz. Το χιόνι έπεφτε πυκνό και η ορατότητα ήταν σχεδόν μηδενική εκείνη την μέρα. Μόλις οι Λόχοι Αιχμαλώτων, διέσχισαν δια της βίας τα ναρκοπέδια, τα Τάγματα Τυφεκιοφόρων εγκαταστάθηκαν στην πρώτη γραμμή. Στη συνέχεια άρχισε ο βομβαρδισμός από το σύνολο του πυροβολικού, στον οποίο χρησιμοποιήθηκαν περίπου 300 πυροβόλα ανά χιλιόμετρο, δηλαδή ένα κάθε τρία με τέσσερα μέτρα. Η άμυνα των Γερμανών συντρίφτηκε. Οι περισσότεροι από τους αμυνόμενους, κάτωχροι και τρομαγμένοι, παραδόθηκαν. Ένας γρεναδιέρος αξιωματικός των τεθωρακισμένων, παρακολουθώντας από τα μετόπισθεν, περιέγραψε το θέαμα που αντίκριζε στον ορίζοντα σαν μια «πύρινη καταιγίδα», προσθέτοντας ότι ήταν «σαν ο ουρανός να είχε πέσει στη γη». Οι Γερμανοί αιχμάλωτοι από την 16η Στρατιά Τεθωρακισμένων υποστήριξαν ότι όταν άρχισε ο βομβαρδισμός, ο διοικητής τους, ο υποστράτηγος Muller, έφυγε με το αυτοκίνητό του προς την πόλη Kielce, εγκαταλείποντάς τους.
Τα πληρώματα των Σοβιετικών τεθωρακισμένων είχαν γράψει διάφορα συνθήματα πάνω στους πύργους των αρμάτων: «Εμπρός για τη φωλιά των φασιστών» και «Εκδίκηση και θάνατος στους Γερμανούς κατακτητές». Η αντίσταση που αντιμετώπισαν τα Τ-34 και τα βαριά άρματα μάχης τύπου Stalin καθώς προέλαυναν, στις 2 μ. μ. ήταν ελάχιστη. Τα άρματα, καλυμμένα με πάγο, ήταν καλά καμουφλαρισμένα για το χιονισμένο τοπίο που εκτεινόταν μπροστά τους, παρ’ όλο που σε λίγο θα βαφόταν καφέ από την λάσπη που είχαν δημιουργήσει οι οβίδες.

Γερμανικό άρμα αμύνεται στις όχθες του Βιστούλα

Οι κύριοι στόχοι της 3ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων του Στρατηγού Rybalko και της 4ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων του Στρατηγού Lelyushenko, εκτός από το Μπρεσλάου, ήταν οι βιομηχανικές περιοχές της Σιλασίας. Όταν ο Στάλιν ενημέρωνε στη Μόσχα τον Κόνιεφ, είχε δείξει στο χάρτη την περιοχή κυκλώνοντάς την με το δάχτυλο και λέγοντας μια μόνο λέξη: «Χρυσός». Δεν χρειαζόταν κανένα παραπάνω σχόλιο. Ο Κόνιεφ γνώριζε ότι ο Στάλιν ήθελε να καταληφθούν άθικτα τα εργοστάσια και τα ορυχεία.
Το πρωί μετά την επίθεση του Κόνιεφ από το προγεφύρωμα του Sandomierz, το 3ο Λευκορωσικό Μέτωπο του Στρατηγού Chernyakhovsky, άρχισε την επίθεση στην Ανατολική Πρωσία. Την επόμενη μέρα, στις 14 Ιανουαρίου, οι δυνάμεις του Rokossovsky επιτέθηκαν στην Ανατολική Πρωσία, ξεκινώντας από τα προγεφυρώματα του ποταμού Νάρεβ. Το 1ο Λευκορωσικό Μέτωπο του Ζούκοφ άρχισε την επίθεσή του κατά των δυο προγεφυρωμάτων του Βιστούλα, το Magnuszew και το Pulawy. Ένα λεπτό στρώμα χιονιού κάλυπτε το έδαφος και μια πυκνή ομίχλη κράτησε μέχρι το μεσημέρι. Στις 8:30 π.μ. το 1ο Λευκορωσικό Μέτωπο ξεκίνησε με εικοσιπέντε λεπτά «καταιγιστικού πυρός». Τα προωθημένα τάγματα τυφεκιοφόρων, υποστηριζόμενα από αυτοκινούμενα πυροβόλα εφόδου, ανέτρεψαν τις πρώτες γραμμές του εχθρού που βρισκόταν απέναντι. Στη συνέχεια η 8η Στρατιά Φρουρών και η 5η Στρατιά Κρούσης, με την υποστήριξη βαρέως πυροβολικού, έσπασαν την Τρίτη γραμμή του μετώπου. Το κύριο κώλυμα πέραν αυτής, ήταν ο ποταμός Πίλικα. Το σχέδιο του Ζούκοφ ήταν οι μεραρχίες τυφεκιοφόρων να καταλάβουν τα αβαθή περάσματα του ποταμού, προκειμένου να βοηθήσουν τις ταξιαρχίες των τεθωρακισμένων που ακολουθούσαν να τον διαβούν.
Η ταξιαρχία της 2ης Τεθωρακισμένης Στρατιάς Φρουρών του Bogdanov  που προωθούνταν στα δεξιά ήταν μια από τις πρώτες που διέσχισαν τον Πίλικα. Η 47η Τ.Τ. Φρουρών ως επικεφαλής σχηματισμός είχε προσκολλημένες πολλές μονάδες υποστήριξης, όπως μηχανικού, αυτοκινούμενου πυροβολικού, αυτοκινούμενου αντιαεροπορικού πυροβολικού και ένα τάγμα οπλοπολυβόλων που μετακινούνταν με φορτηγά. Τις δυο επόμενες μέρες η Ταξιαρχία προήλασε βόρεια, εξολοθρεύοντας στο δρόμο τις φάλαγγες των Γερμανών που επιχειρούσαν να διαφύγουν και συντρίβοντας επιτελικά αυτοκίνητα με τις ερπύστριες.
Το 1ο Ουκρανικό Μέτωπο του στρατηγού Κόνιεφ βομβαρδίζει τις Γερμανικές θέσεις

Αργά το απόγευμα της Δευτέρας 15 Ιανουαρίου, «λόγω της σημαντικής προέλασης στα ανατολικά», ο Χίτλερ έφυγε από την «Αετοφωλιά» για να επιστρέψει στο Βερολίνο με το ειδικό του τρένο. Ο Γκουντέριαν ζητούσε επίμονα την επιστροφή του εδώ και τρεις μέρες. Αρχικά ο Χίτλερ είχε πει ότι το Ανατολικό Μέτωπο πρέπει να ξεκαθαρίσει μόνο του την κατάσταση, αλλά τελικά συμφώνησε να διακόψει κάθε δραστηριότητα στα δυτικά και να επιστρέψει. Χωρίς να συμβουλευτεί τον Γκουντέριαν ή τις δυο ομάδες Στρατού που εμπλέκονταν, είχε μόλις δώσει διαταγές στα συγκροτήματα της Grossdeutschland να μετακινηθούν από την Ανατολική Πρωσία προς το Kielce, για να υποστηρίξουν το μέτωπο του Βιστούλα ακόμα κι αν αυτό σήμαινε να βγουν εκτός υπηρεσίας για τουλάχιστον μια εβδομάδα.
Το σιδηροδρομικό ταξίδι του Χίτλερ προς το Βερολίνο διήρκεσε 19 ώρες. Δεν είχε παραμελήσει τελείως τα οικογενειακά του. Είπε στον Μάρτιν Μπόρμαν να παραμείνει προς το παρόν στο Ομπερσάλτσμπεργκ, προκειμένου ο ίδιος και η σύζυγός του να κρατήσουν συντροφιά στην Εύα Μπράουν και την αδερφή της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου