Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2016

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Η Ποθητή πρέπει να είχε περάσει προ πολλού τα πενήντα και το έδειχνε και στην εμφάνιση, αλλά και, κυρίως, στην νοοτροπία. Και στις συνήθειες φυσικά. Σε αντίθεση με την αδερφή της, την Μαρία, ήταν πιο εύσωμη, με πολύ λίπος συσσωρευμένο στο πρόσωπο που τώρα δεν ήταν στιλπνό από το «τράβηγμα» του πάχους, αλλά γεμάτο ρυτίδες και δίπλες κάτω από το σαγόνι. Φορούσε μια σκούρα ρόμπα από το πρωί ίσαμε το βράδυ, μια σκούρα ρόμπα με μικρά σημαδάκια, μπορεί να ήταν βούλες ή και αστεράκια, μπορεί και οτιδήποτε άλλο, (κανείς δεν κατάλαβε ποτέ), μαύρα κλειστά μαλακά παπούτσια, σαν αυτά που φοράνε οι καλόγριες και το μαντίλι στο κεφάλι, το παραδοσιακό κίτρινο τσεμπέρι, που δεν άφηνε να φανούν τα μαλλιά της. Μπορεί να ήταν μαύρα, μπορεί και να είχαν ασπρίσει από τα χρόνια, μπορεί να ήταν μακριά, μπορεί και κοντοκομμένα. Ακόμα και το καλοκαίρι, όταν πήγαινε στη θάλασσα για μπάνιο, με εκείνη την κελεμπία για μαγιό, το τσεμπέρι δεν το εγκατέλειπε ποτέ. Πάσχιζε να το συγκρατήσει με τσιμπιδάκια και επειδή τα έβαζε συνέχεια στο στόμα της, νόμιζες ότι η ομιλία της είχε επηρεαστεί από αυτά.
Με το που τελείωνε τις πρωινές της δουλειές, σε συνεργασία με την Μαρία, έπαιρνε το χαμηλό ξύλινο σκαμνάκι της και καθόταν στην χωρίς κάγκελα υπερυψωμένη αυλή της που έβλεπε όλο το δρόμο. Προσπαθούσε να μάθει τα πάντα για όλους, γι αυτόν, γι αυτήν, για κείνον, για κείνη, για τον άλφα, για τον βήτα. Κι αν οι πληροφορίες της δεν ήταν αρκετές, τότε τις έφτιαχνε, τις δημιουργούσε η ίδια. Και βέβαια πρόσθετε στοιχεία και από άλλες ιστορίες ή μόνο από το μυαλό της.
Μετά το μεσημεριανό φαγητό, καθόταν δίπλα της και η αδερφή της, με γκρίζα ρόμπα αυτή και γκρίζο τσεμπέρι, βοηθώντας στη διάδοση των ειδήσεων σε όλο το μαράσι του Αι Νικόλα. Σηκωνόταν όρθια και με τη δυνατή φωνή της φώναζε με όλη τη δύναμή της, βάζοντας το χέρι στο αυτί, σε μια προσπάθεια, μάλλον, καλού συντονισμού:
«Μαρή Θεμελίνα… τα ‘μαθες για τον…».
Κι αν ο καιρός ήταν καλός, μπορούσε κάποιος να την ακούσει μέχρι την πλατεία, σε απόσταση ενός και βάλε χιλιομέτρου.
Οι δυό αδερφές ζούσαν μόνες τους στο πατρικό τους σπίτι και από την ημέρα που ο τελευταίος από τους γονείς, ο κυρ Γιώργος το «Αργάλι», ο Τσουκαλάς, πέθανε, είχαν για μονάκριβη παρηγοριά αλλά και συντροφιά, η μία την άλλη. Και το κουτσομπολιό βέβαια. Στο νησί τις ήξεραν σαν τις «Τσουκαλαήνες» ή τα «κορίτσια (!) της γωνίας» και όλοι προσπαθούσαν, ανεπιτυχώς, να μην πέσουν στο στόμα τους.
Πάντα λοιπόν είχαν να πουν κάτι για κάποιον και φυσικά αυτό το κάτι δεν ήταν και το καλύτερο. Το σημερινό θέμα ήταν ο Μικές του Τρικίλλη, που, κατά τα λεγόμενά τους, εθεάθη σε μια ερημική περιοχή, προς τα Θέρμα, μετά τα μεσάνυχτα συνοδεία κάποιας «κυρίας». Μην ξεχνάμε ότι η «κυρία» αυτή, δεν μπορούσε να είναι άλλη, από την γνωστή Μαρία, (επίθετο δεν είπαν, μη και την εκθέσουν), αλλά το όνομά της είχε γίνει θέμα στο καθημερινό τους μαγκαζίνο, κάποια στιγμή πριν τρία χρόνια.
«Βέβαια, δεν την είδα καθαρά… αλλά πια μπορεί να ήταν…», είπε η Ποθητή στην παρέα που είχε μαζευτεί στην αυλή της και καθάριζαν φασολάκια και μπάμιες· «… τα ξέρουμε αυτά, ξέρουμε και την … κυρία, παστρικιά μαθές …κι εύκολη…»
«Μα είσαι σίγουρη βρε Ποθητή ότι ήταν αυτή; Μη και της βγάζεις το όνομα χωρίς λόγο;»
«Μα είσαι στα σωστά σου μαρή Καλλιόπη; Χωριό που φαίνεται…»
«Είδες την μαθές, στα μούτρα;»
«Μπα, πρέπει να την δω κατάμουτρα για να καταλάβω πλιο; Δεν ξέρω την κορμοστασιά; Έξω και θέλεις να πεις κάτι τις άλλο, ότι λαθεύω ή λέγω ψόματα. Αρή Μαρία έτσι δεν είναι;»
Η αδερφή της κούνησε το κεφάλι καταφατικά και χαμογέλασε πονηρά κάνοντας να φανεί το κενό στη θέση του κυνόδοντα. Ίσιωσε το τσεμπέρι και προσπάθησε να το δέσει λίγο πιο σφιχτά κάτω από το πηγούνι της.
«Καλέ… να και η Νικολέτα του Δημητρού. Που πηγαίνει πρωί – πρωί; Κρατάει και ψάθινο καλάθι… μπα… η κορδέλα στο λαιμό της έλειπε… να δείτε που δεν πάει για ψώνια. Αλλά τι θέλω και μιλάω εγώ; Έτσι μου βγαίνει το όνομα…»
«Και που λες να πηγαίνει μαρή Ποθητή; Έχει κανένα παλικάρι που την περιμένει; Πρωινιάτικα;»
«Αρή, κόφτεις, εγώ δεν μίλησα για τίποτις. Οι άλλες λένε… εγώ όχι»
«Ωραία και τι λένε οι άλλες δηλαδή;», η φωνή της Θεμελίνας του Τσούμα φάνηκε πολύ περίεργη και λίγο αγχώδης.
«Τίποτις που να σας ενδιαφέρει. Όλο να κουτσομπολεύετε ξέρουτε…»
«Καλά ντε. Αν δεν ξέρεις δεν πειράζει…. Θα μάθουμε από την Ρίνα…»
«Εγώ δεν ξέρω μαρή; Επειδή δεν θέλω να πω; Όλα τα ξέρω και για την Καλοτίνα και για την Νικολέτα και για όλους… και για να σου αποδείξω τα λόγια μου… θα σου πω ένα όνομα μόνο». Άφησε ένα μικρό μουγκρητό να βγει από το στόμα της, ξεροκατάπιε και συνέχισε με την ίδια έξαψη: «Ξέρεις πλιο τον μικρό που δουλεύει στου Χαλκίτη; Τον Σέμο του καπετάν Αριστείδη, που λένε ότι φοβήθηκε να πάει στη θάλασσα με τον πατέρα του; Άντρας να σου πετύχει μαθές…», κοντοστάθηκε να δει τις αντιδράσεις, « Έτσι … για να δεις ότι ξέρω…»
Προκαλούσε πάντα συζητήσεις στη παρέα, «… τι;…  βουβές θα στεκόμαστε μαθές;», έλεγε συνήθως και τις κατηύθυνε εκεί που εκείνη ήθελε. Ένοιωθε πάντα επιθυμία για συζήτηση, της άρεσαν οι συζητήσεις. Στη συζήτηση η σκέψη αναγκάζεται συνεχώς να κάνει απροσδόκητες παρεκκλίσεις και πονηριές. Διαστρεβλώνεται, διαστρέφεται για να αρέσει ή για να εκνευρίζει, χάνει κατά βάναυσο τρόπο την πιστότητά της. Αυτή ήταν η δύναμή της.
 Η μοναχική σκέψη αντίθετα είναι κυρίαρχη, μένει στο σώμα και δεν υποκύπτει σε κανέναν και σε τίποτα. Ακόμα και όταν αγωνίζεται κανείς με τις δικές του σκέψεις, παραμένει ακέραιος. Η ίδια ήθελε να την αφήνουν στην ησυχία της με τις σκέψεις της, αλλά οι άλλες να υπακούν στις δικές της. Στην πραγματικότητα όμως δεν είχε κάποια ιδιαίτερη επιθυμία να σκέφτεται. Πίστευε ότι οι σκέψεις φθείρουν τον άνθρωπο.
Η Νικολέτα περπατούσε στον δρόμο αργά, όπως άρμοζε σε μια «καθώς πρέπει κόρη». Κοίταξε πίσω της προς την μεριά της Ποθητής και της αδερφής της, ανακάλυψε ότι οι δυό γυναίκες είχαν ακόμη θέα προς το μέρος της και κάτι άσχημο είπε, ευτυχώς από μέσα της.
Σε πέντε λεπτά, ξανακοίταξε. Ευχαριστήθηκε. Το σπίτι της συγχωρεμένης της δασκάλας, την έκρυβε τώρα. Σκέφτηκε λίγο την δασκάλα, κοίταξε το σπίτι μπροστά της και για άλλη μια φορά θαύμασε την άριστη και επιβλητική κατασκευή του. Από μικρή το θαύμαζε. Όλο πέτρα και μάλιστα καλοδιατηρημένη, με μεγάλα παράθυρα που θα άφηναν το φως να γεμίζει άπλετα τον χώρο. «Αχ, κακομοίρα δασκάλα. Και πως «έφυγες»! Άκου εκεί με λουκούμι! Να πνιγείς με λουκούμι! Τι μοίρα κι αυτή!», σκέφτηκε και άθελά της ένα χαμόγελο άνθισε στο πρόσωπό της.
Δίπλα ακριβώς ήταν τα ερείπια ενός σπιτιού, που είχε βομβαρδιστεί στον πόλεμο. Η συκιά που είχε φυτρώσει μέσα στο χώρο που πρέπει κάποτε να ήταν το σαλόνι του, είχε θεριέψει και μύριζε υπέροχα, με εκείνη την γλυκιά μυρωδιά του καλοκαιριού. Πόσες φορές δεν είχε κοιμηθεί μεσημεριάτικα κάτω από την σκιά της. Αλλά όλα αυτά, σαν ήταν παιδί.
Τάχυνε το βήμα της και κατηφόρισε μέχρι το σπίτι της Θάλειας και της Νικολέτας του Χατζηγιώργη, λίγο πριν το τελωνείο και την μεγάλη αποβάθρα του λιμανιού. Έκοψε πάλι ταχύτητα, έτσι κι αλλιώς σε λίγο θα πέρναγε από το καφενείο του Κλεάνθη και δεν ήθελε κανείς να την δει βιαστική. Πολλά μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου.
Από τον ναυτικό όμιλο και την παραλία, τα Κασόνια όπως την έλεγαν ή τα Χαλίκια, ακούγονταν φωνές και κάποιες μουσικές από ραδιοφωνάκι. Άνθρωποι έκαναν μπάνιο στη θάλασσα που έδειχνε τόσο ήρεμη και λαχταριστή, που κάποιο αόρατο χέρι, λες και σε τράβαγε μέσα της.
 Δυό πιτσιρίκια, όχι πάνω από πέντε χρονών, παραλίγο να πέσουν πάνω της, καθώς κυνηγιόνταν, ξυπόλυτα με ένα βρακί για μαγιό, πάνω στην καυτή άσφαλτο. Κατάμαυρα σαν νεγράκια, με το μαλλί κολλημένο από το αλάτι, όλο φώναζαν και έβριζαν «βλάκα» και «βλαμμένο», το ένα το άλλο. «Είσαι και φαίνεσαι κι από τη μύτη κρέμεσαι ρε»… την έκαναν να γελάσει.
Τώρα η πρώτη πλατεία, κάτω από τον Άγιο Νικόλαο, «μεγάλη η χάρη του», είπε κάνοντας τον σταυρό της, απλωνόταν μπροστά της. Δεξιά η θάλασσα με τα καΐκια που λες και τα έβλεπε πάντα εκεί στο ίδιο σημείο, χρόνια τώρα και αριστερά τα ουζερί και τα ξενυχτάδικα για τους ταξιδιώτες, ακριβώς απέναντι από το Ιταλικό κτήριο του Λιμεναρχείου και του Τελωνείου. Κάπου εκεί ήταν και το μαγαζί, το καφενείο του αδερφού της. Έπρεπε λοιπόν να περάσει για μια καλημέρα. Θα την ρώταγε που πήγαινε πρωινιάτικα και ετοίμασε μια γρήγορη δικαιολογία στο μυαλό της. Ευτυχώς που η φίλη της η Σεβαστή έμενε μακριά, στην Υπαπαντή κι έτσι μπορούσε να δικαιολογήσει αρκετή ώρα. Αλλά έπρεπε να περάσει κι από την Σεβαστή να την δασκαλέψει, αν τυχόν την ρωτούσαν τίποτα.
Το καφενείο ήταν κλειστό, αν και τα παραθυρόφυλλα έλειπαν και κάποιοι ήταν απ’ έξω και περίμεναν, αλλά αυτό, παρόλο που είδε τον Κλεάνθη να φεύγει αξημέρωτα, δεν την ανησύχησε. Μπορεί ο αδερφός της να είχε κάπου πεταχτεί, ίσως στην αγορά ή σε κάποια άλλη δουλειά. Την βόλευε κιόλας. Δεν θα έδινε περιττές και ψεύτικες απαντήσεις.
Λοξοδρόμησε, αποφασίζοντας να μην πάει από τη μεριά του μαγαζιού και έφτασε στη στροφή, με το άγαλμα του σφουγγαρά, πριν την μεγάλη πλατεία. Κοντοστάθηκε να πάρει ανάσα, όχι ότι είχε κουραστεί, απολάμβανε αυτή την διαδρομή, αλλά ήθελε να σκεφτεί πώς να κόψει δρόμο. Αυτή την βδομάδα είχε πάρει ένα μονοπάτι, το ίδιο δυό φορές και θεώρησε συνετό να το πάρει και τρίτη. Όποιος την έβλεπε θα έβαζε με το μυαλό του…
Διάλεξε λοιπόν να περάσει από τα μεγάλα δέντρα που έλεγαν τα πιτσιρίκια την περιοχή με τα αρμυρίκια, να ανέβει προς το σπίτι της κυρά Μάμαινας που πουλούσε ροδόνερο και να κατέβει από την «πιάτσα», την ανηφόρα των κάρων, προς το «Νικηφόρειο» γυμνάσιο. Λίγο πιο πέρα, προς τη μεριά της θάλασσας, στο δρόμο που πήγαινε στο Καντούνι, ο Σέμος θα την περίμενε. Και η ψυχή της λαχταρούσε να πετάξει, να τρέξει σαν τον άνεμο να δει τον καλό της. Να πέσει στην αγκαλιά του έστω για πέντε λεπτά, να τον φιλήσει κα να τον δει να κοκκινίζει ανήσυχος, καθώς το βλέμμα του θα έψαχνε για ανεπιθύμητους ολόγυρα.
Πόσο δίκιο είχε τελικά η Ποθητή!!!
«Τι τρέλα κι αυτή», σκέφτηκε η γυναίκα, «… πρωινιάτικα να συναντηθούμε, με τον ήλιο να τα μαρτυράει όλα πλιο!». Σήκωσε τα μάτια στον ουρανό και είδε τον ήλιο αρκετά «προχωρημένο». Η ζέστη είχε αρχίσει να γίνεται αρκετά ενοχλητική και ανακάλυψε ότι δεν είχε βάλει άρωμα. «Δεν πειράζει συλλογίστηκε, θα μου δώσει η Σεβαστούλα. Ας είναι καλά!»
Ένας παππούς που ερχόταν σέρνοντας ένα μικρό γαϊδουράκι φορτωμένο με κάποιου είδους χόρτα ή άχυρα, την χαιρέτισε καθώς περνούσε:
«Καλή σου μέρα κόρη μου, καλή και τυχερή μαθές να σου είναι» και κούνησε το χέρι του.
«Καλή μέρα να έχεις κι εσύ παππού»
Το σπίτι της Σεβαστείς τώρα φαινόταν αρκετά κοντά. Έτρεξε. Ήξερε ότι ήταν νωρίς ακόμη για την συνάντησή της με τον Σέμο, οπότε αποφάσισε να τα «πούνε» λίγο με την φίλη της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου