Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2017

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22

Ο ήχος της μηχανής, πριν ακόμα βγει ο ήλιος, μπορούσε να ζαλίσει ή να υπνωτίσει και τον πιο πολυταξιδεμένο θαλασσινό. Τακ – τακ… ρυθμικά, με το νερό να χτυπάει τα πλαϊνά του σκάφους και την ήρεμη αύρα να δροσίζει τα πρόσωπα των ναυτών που τώρα πια κάθονταν στο ξύλινο πάτωμα και την κουπαστή. Ο Κλεάνθης κοίταζε το νησί του από την πρώρα σαν έφταναν ανοικτά της Ψερίμου με κατεύθυνση νότια. Σε λίγο θα πέρναγαν ανοικτά από την Κω, και θα έβλεπαν από μακριά την Ρόδο. Ο καπετάν Λευτέρης τον πλησίασε και κάθισε κοντά του, στην θέση του «γυαλά», με τα ξυπόλυτα πόδια του να εξέχουν προς την θάλασσα.
«Λοιπόν…», του είπε χωρίς να τον κοιτάζει, «… πόσο καιρό έχεις να βουτήξεις Κλεάνθη;» και σκούπισε με ένα μαντίλι το σβέρκο του από τον ιδρώτα και το νερό της θάλασσας.
«Για βάθια…», έδειξε το πόδι του ασυναίσθητα, «… καιρό καπετάνιε… χρόνια!». Χτύπησε το πόδι αναθεματίζοντάς το από μέσα του και κοίταξε το γκρίζο νερό μπροστά τους. Στο βάθος φαίνονταν κάποια μικρά φωτάκια, ένα πράσινο δεξιά και ένα κόκκινο αριστερά σημάδι πως το σκάφος που δεν μπορούσαν να δουν πήγαινε αντίθετα από κείνους. «Μάλλον στη Κάλυμνο θα πηγαίνει…» σκέφτηκε με μελαγχολία (κιόλας;).
«Και τώρα ξαναγίνεσαι «μηχανικός» το λοιπό. Και μάλιστα σε βαθυτικό… μεγάλη απόφαση γιέ μου. Φαίνεται να το λέει η περδικούλα σου…».
Γέλασαν και οι δυό με την διαπίστωση αυτή του καπετάν Λευτέρη. Κάπως έτσι μπορούσε να φύγει η Υπαπαντή από το μυαλό του. Και οι δικοί του… και το νησί του. Κάποια στιγμή, ένα βαρέλι νερού, λύθηκε από την θέση του και άρχισε να χτυπά στα πλαϊνά ξύλα, οπότε σηκώθηκαν όλοι να το δέσουν. Μεγάλο ήταν, τα σχοινιά βρεγμένα, η δουλειά δύσκολη, τους έφαγε πολύ ώρα. Σαν τέλειωσαν, λίγο η δουλειά, λίγο η κουβέντα και τα αστεία, είδαν  ότι ο ήλιος είχε ανέβει για τα καλά στον ουρανό και το νησί της Ρόδου, ξεπρόβαλε πανέμορφο σαν οπτασία σχετικά κοντά τους.
«Κοίτα βρε παιδί μου … πως περνάει η ρημάδα η ώρα… Άντε τώρα για Κρήτη…», φώναξε ο καπετάνιος και έδειξε με το χέρι μπροστά του σαν στρατηλάτης.
 Κάποιοι γλάροι πέταγαν δίπλα από το σκάφος και με τα μάτια προσπαθούσαν να διακρίνουν τι μπορούσαν να κλέψουν από το φαγητό του πληρώματος. «Είναι παράξενα πουλιά οι γλάροι…», σκέφτηκε ο Κλεάνθης, «… πραγματικά παράξενα… όμορφα όμως! Πως μπορούν και πετάνε έτσι παράλληλα επί τόσες ώρες! Και πως διακρίνουν και το παραμικρό φαγώσιμο… και τόσο άσπρα… που σε ξεγελούν … σαν μικρά συννεφάκια»
Πήγε στο πίσω μέρος του τρεχαντηριού, εκεί που ήταν η μηχανή του αέρα. Μάλλον πιο σωστά, τα απομεινάρια της μηχανής, αφού το σκάφος από σφουγγαράδικο είχε μετατραπεί πια σε τροφοδοτικό, σε «ντεπόζιτο».
Με το πόδι, έτριψε τα σημάδια από τις τρύπες, από τις βίδες της βάσης της μηχανής. Το μυαλό του ταξίδευε ήδη στον βυθό, στα σφουγγάρια και στα περίεργα χρώματα των κοραλλιών. Είχε λίγο άγχος και περισσότερη αγωνία. Μα έτσι ήταν αυτή η δουλειά. «Και έτσι θα μείνει για πάντα…», μουρμούρισε μόνος του. Πιάστηκε από μια τεντωμένη αντένα και στερέωσε τα πόδια του όσο πιο καλά μπορούσε. Άναψε τσιγάρο και άφησε τον καπνό να γεμίσει τα πνευμόνια του. Έβηξε και έφτυσε μέσα στη θάλασσα. Του άρεσε το τσιγάρο, ήταν και λες ο καπνός να του ξύπναγε την ψυχή του, τις αισθήσεις του, ήταν η παρηγοριά του αλλά και η επιθυμία του.
Έβηξε ξανά και μάλιστα τόσο έντονα που δάκρυσε. Η θάλασσα είχε αρχίσει τώρα να ξυπνάει από τον καλοκαιρινό της λήθαργο και κάπου – κάπου ένα μικρό στην αρχή, μεγαλύτερο με το πέρασμα της ώρας, κυματάκι τον «φίλευε» με θαλασσινό νερό και δροσιά. Χαμογέλασε και απλά πιάστηκε λίγο πιο γερά από την αντένα του μεσιανού καταρτιού. Δεν ήθελε να δείξει αδυναμία, δεν ήθελε να κιοτέψει τώρα, την τελευταία στιγμή πριν από την επιθυμία του.
Η Υπαπαντή, χωρίς να ξέρει κι εκείνος πως, (παιγνίδια που σου παίζει το μυαλό!), μπήκε με εκείνο το κίτρινο φόρεμά της στο νου του. Την ένοιωσε να τον χαϊδεύει, να τον αγγίζει απαλά με τα δυό της χέρια στα μάγουλα και… να του δίνει ένα ζεστό φιλί. Ανατρίχιασε αν κι έκανε τόση ζέστη! Έκλεισε τα μάτια να παραδοθεί σε εκείνο το φιλί, αλλά τα ξανάνοιξε γρήγορα, προσέχοντας γύρω του, μην τον είδε κανείς.
Χαμογέλασε αναλογιζόμενος την γελοία του εικόνα. Η κοπέλα όμως δεν είχε φύγει από κει. Από κει, που τόσο ύπουλα και «άνανδρα», είχε τρυπώσει. Είχε χωρέσει όλη αυτή η … οπτασία μέσα στους έλικες του μυαλού και στριφογύριζε εκεί σαν ένα φίδι που τον δάγκωνε ρίχνοντας δηλητήριο. Τίναξε το κεφάλι, λες και έτσι θα έδιωχνε την γλύκα από αυτό το φιλί που γευόταν, ή τουλάχιστον αυτή τη σκέψη. Έπρεπε πια να είναι αφοσιωμένος στη δουλειά του, μια δουλειά που ήξερε πολύ καλά, πως δεν συγχωρούσε λάθη.
Σε μια άκρη του καταστρώματος, κάτω από ένα μεγάλο κομμάτι πράσινου μουσαμά, που είχε ανασηκωθεί από τον αέρα, είδε να γυαλίζει ένα κομμάτι μέταλλου. Πήγε κοντά και με περιέργεια σήκωσε τον μουσαμά, για να ξεπροβάλουν τρεις – τέσσερις φορεσιές, στολές μηχανικών με τα σκάφανδρα δίπλα και τα μαρκούτσια τους διπλωμένα στην άκρη. Τα σιδερένια σκαντάλια, αυτά που τα αποκαλούσαν και κολιέδες, βρίσκονταν σχεδόν πεταμένα με τα σιδεροπάπουτσα, τις «πεταλούδες» της στεφάνης  και κάποιες μικρές απόχες.
Η αντανάκλαση του ήλιου είχε προέλθει από το φινιστρίνι, το μικρό άνοιγμα ενός σκάφανδρου, το μικρό παράθυρο προς την πραγματικότητα, του σφουγγαρά. Έπιασε την περικεφαλαία ολόκληρη στα χέρια και την σήκωσε. Ήταν αρκετά βαριά για να βάλει αρκετή δύναμη και άρχισε να την περιεργάζεται. Πόσες φορές δεν την είχε περιεργαστεί στο παρελθόν… και πόσες φορές δεν ένοιωθε το ίδιο αυτό ρίγος που και τώρα τον είχε καταλάβει! Με την άκρη της μπλούζας, καθάρισε το μικρό φινιστρίνι. Η ανάσα τόσων «μηχανικών», που την είχαν χρησιμοποιήσει στο παρελθόν, του ήρθαν στο νου. Αυτή η αγωνία του ήχου, αυτές οι κινήσεις, ο ίδιος ο βυθός… έγιναν εικόνες που ταξίδευαν μαζί του από τις παλιές μέρες και τα λόγια των συν-βουτηχτάδων του. Κοίταξε το πλάι της και έπιασε με τα δάχτυλα την βαλβίδα του αέρα, δίπλα από την εισαγωγή που το μακρύ μαρκούτσι τροφοδοτούσε με ζωή. Ψηλάφισε τα γρέζια που υπήρχαν ακόμα από κάποια συγκόλληση και χάιδεψε την «Βαρβάρα», με στοργή αλλά και λίγο τρόμο. Έτσι κι αλλιώς ο τρόμος πάντα τον συνόδευε αφού το χωλό του πόδι, δεν έπαυε να του τον υπενθυμίζει.
Άφησε κάτω τον καταδυτικό εξοπλισμό και πήγε στην άκρη της κουπαστής, άναψε τσιγάρο και βάλθηκε να σκέφτεται ότι πιο αισιόδοξο μπορούσε. Μεγάλα σφουγγάρια, συγχαρητήρια από τους άλλους «μηχανικούς» και τον καπετάνιο… την Υπαπαντή… «Άντε πάλι η Υπαπαντή…» σκέφτηκε και επιτέλους χαμογέλασε λίγο. Το βλέμμα του όμως ξαναγύρισε, άθελά του, προς το σκάφανδρο. Νόμισε ότι το είδε να του χαμογελάει… του φάνηκε να τον απειλεί με την ειρωνεία του άψυχου μέταλλου. Προς στιγμή πάγωσε και αναρωτήθηκε αν είχε γίνει … κιοτής και δειλός. Έσφιξε τα δόντια:
«Δεν θα σου περάσει…», μουρμούρισε.
Ο καιρός σήκωσε αέρα και οι ναύτες έτρεξαν να στερεώσουν πάλι, ότι μπορεί να είχε λυθεί ή ξελασκάρει τα σκοινιά του. Μετέφεραν στην πρύμνη κάτι μεγάλα κιβώτια με γαλέτα και κουτιά με φασόλια και μπιζέλια. Κάποιος άρχισε να τραγουδάει καθώς δούλευε:
«Αγάντα γιαλέσα
Γιαλέσα, γιαλέσα … αγάντα γιαλέσα
Γιαλέσα βρε λεβέντες
Σας κόψω εγώ βιολέτες
Βρε όπο ένα δύο…»
Για να του απαντήσουν πάλι τραγουδώντας οι υπόλοιποι:
«Αγάντα γιαλέσα…»
παίρνοντας κουράγιο και δύναμη από το σκοπό και την ευθυμία που το τραγούδι προκαλούσε. Μάλιστα στην παράφωνη χορωδία, συμμετείχε και ο καπετάν Λευτέρης, με πιο δυνατή φωνή απ’ όλους, χωρίς να βγάλει το τσιγάρο από το στόμα του.
Τα απόνερα του σκάφους σαν μεγάλα άσπρα φίδια που το κυνηγούσαν, μέτραγαν και τα μίλια που άφηναν πίσω τους, τα μίλια εκείνα που τους χώριζαν από το νησί τους, από τους δικούς τους ανθρώπους.
Τώρα κάτι σαν λαχτάρα είχε ανάψει μέσα στα στήθια του Κλεάνθη. Ανυπομονούσε να φτάσουν να αρχίσει τους «βούτθους», να κατέβει στα βάθια της θάλασσας, να σηκώσει τον θησαυρό της. Κάποιο δελφίνι του έκανε παρέα, επιδεικνύοντας τις ικανότητές του στο άλμα και την αφρώδη προσθαλάσσωση, μετά ένα δεύτερο και ακολούθησαν άλλα τρία με τέσσερα περίεργα θηλαστικά, που συναγωνίζονταν το ένα το άλλο, με μεγάλο πείσμα και σπουδή. Ο άντρας χαμογέλασε, τα δελφίνια ήταν καλό σημάδι για το ταξίδι και ασυναίσθητα έκανε τον σταυρό του.

«Βρε αγάπη μου, ίντα θες να κάμω; Πρέπει να ξεφορτώσουμε, να προλάβουμε προ έρθει το ξημέρωμα, ο «Κουρούνης» θα φύγει αξημέρωτα σχεδό… κατάλαβέ με. Κι εγώ θέλω να είμαι εδώ, να κοιμηθώ μαζί σου, να παίξω και με τα παιδιά… αλλά ο κυρ Γιώργος με χρειάζεται. Μου το ξεκαθάρισε κιόλα, να είμαι εκεί στις δέκα…»
Ο Σέμος είχε πάρει ένα σχεδόν ικετευτικό, απολογητικό ύφος, αν και η Νικολέτα δεν του είχε φέρει καμιά, σχεδόν, αντίρρηση όταν της είπε ότι το βράδυ θα έλειπε. Βέβαια σαν γυναίκα, και πολύ περισσότερο σαν Καλύμνια, του είχε γκρινιάξει λίγο στην αρχή, αλλά σκεπτόμενη ότι τα παιδιά θα κοιμούνταν όλο τη νύχτα, εκείνη είχε την απογευματινή βοήθεια από την Καλοτίνα, οπότε οι δουλειές είχαν τελειώσει, τον είχε αφήσει στην ησυχία του. Μια ησυχία που δεν την κατάλαβε ο άντρας της, αλλά και όταν την αντελήφθη, δεν μπορούσε να την δικαιολογήσει.
Της έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο στόμα, ίσα – ίσα που ακούμπησε τα χείλη της, λες και φοβόταν ότι θα γέμιζε με κραγιόν που εκείνη ποτέ δεν φορούσε και άνοιξε την πόρτα προς τον δρόμο. Δεν τον ευχαριστούσε η ιδέα να δουλέψει τόσο αργά, (όχι ότι ήταν τεμπέλης), αλλά έπρεπε για διάφορους λόγους να σταθεί δίπλα στο αφεντικό του. Ήταν ο λόγος του, η κατανόηση για την δουλειά που έπρεπε να τελειώσει, … τα λίγα λεφτά που έπαιρνε και έπρεπε κάτι να κάνει, να αυξήσει τα έσοδά του. Έριξε μια τελευταία κλεφτή ματιά προς το δωμάτιο των παιδιών και το πρόσωπο της γυναίκας του, χαμογέλασε και προσπάθησε να κρύψει τον όποιο φόβο ένοιωσε προς στιγμή.
Η ζέστη καλά κρατούσε αν και κάποια ψήγματα δροσιάς πλανιούνταν στον αέρα από την θαλασσινή αύρα. Έβαλε τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού του και άνοιξε το βήμα προς την αποβάθρα. Ήθελε να μιλήσει και με τον καπετάν Νικόλα τον Λησγάρη, να τον πάρει στα ξεφορτώματα των καϊκιών που έρχονταν κάθε πρωί από την Κω και την Λέρο. Με δυο παιδιά που δεν είχαν προγραμματίσει την τόσο γρήγορη άφιξή τους, έπρεπε να δουλέψει όσο το δυνατόν πιο πολύ. Ο μισθός ήταν μικρός και το αφεντικό του δεν έπαιρνε κουβέντα για αύξηση, οπότε έπρεπε να βρει και κάτι άλλο να κάνει. Και το μόνο που μπορούσε, όσο του επέτρεπαν οι ελεύθερες ώρες του, ήταν να κουβαλάει πράγματα ή να ξεφορτώνει καΐκια, σαν αχθοφόρος. Αν και η πρόταση που του είχε κάνει ο Γιάννης ο Σκαρένιος, ο «Σκάρτος», να γίνει δηλαδή πρόεδρος του Διεθνούς Δικαστηρίου, ήταν δελεαστική, την απέρριψε γελώντας λόγω… όπως είπε… βασικών ελλείψεων. «Ε…», σκέφτηκε, «… τι πρόεδρος του Δικαστηρίου, τι αχθοφόρος… λίγο απέχουν» και χαμογελώντας συνέχισε το δρόμο του.
Το φόρτωμα είχε αρχίσει και ο Χαλκίτης τον στραβοκοίταξε, αλλά δεν του είπε καμιά κουβέντα. Το βλέμμα του ήταν πιο σκληρό και από τις πιο δυνατές βρισιές. Ο Σέμος, δεν τόλμησε να σηκώσει άλλο τα μάτια του, έπιασε ένα κασόνι με στρογγυλά βαρίδια, απ’ αυτά που στερέωναν στα δίχτυα και αμίλητος ανέβηκε την αναβάθρα87 να φτάσει στο κατάστρωμα του καϊκιού. Εκεί απίθωσε το βάρος στην βάση της αγκοίνης88 , ανάμεσα σε μια βισταλόγκα89και το γαρλίνο90 της γάφας91. Κοίταξε κάτω προς τη μεριά του φορτίου που έπρεπε να ανεβάσουν αυτός με τους υπόλοιπους εργάτες και υπολόγισε ότι στα σίγουρα θα έτρωγαν τρεις με τέσσερις ώρες. Κούνησε το κεφάλι μοιρολατρικά και άρχισε να ξανακατεβαίνει την αναβάθρα.
Με το πέρασμα της πρώτης ώρας, οι κινήσεις του είχαν γίνει μηχανικές πια. Δεν ένοιωθε κούραση, αν και κάποιο τράβηγμα στη μέση τον προειδοποίησε για κάτι χειρότερο στο άμεσο μέλλον, μόνο ο ιδρώτας γινόταν απελπιστικά ενοχλητικός σαν έμπαινε στα μάτια, κυλούσε στο λαιμό και τα στήθη του, έβρεχε το άνω μέρος του παντελονιού του, λες και κάποιος είχε αδειάσει κουβά με νερό απάνω του. Ήταν δυνατό παλικάρι και δεν τον φόβιζε η δουλειά, μόνο την κυρά του σκεφτόταν έτσι που την ένοιωθε αβοήθητη και μόνη μπροστά στα δυό μικρά του διαβολάκια με το δυσανάλογο για το μπόι τους, έντονο κλάμα. Δεν ήθελε να την αφήνει μόνη της, δεν ήθελε ούτε τα παιδιά του να αφήνει μόνα τους, όμως… να… που τώρα έπρεπε. Χαμογέλασε στην εικόνα που έφερε στο μυαλό του από τα δυό μουτράκια στο κρεβάτι τους και διαπίστωσε ότι, χωρίς να το καταλάβει, είχε ανεβάσει στο καΐκι πάνω από δέκα κασόνια και άλλους τόσους μπόγους. «Τα παιδιά μου τα ανέβασαν όλα αυτά…», σκέφτηκε εύθυμα αυτή τη φορά.
Σαν κατέβηκε για… δεν θυμόταν ποια φορά ήταν… στη προκυμαία, πρόσεξε το βλέμμα του αφεντικού του. Σημείωνε ή μέτραγε κάτι σε μια λίστα, σε μια στοίβα από χαρτιά που είχε στο χέρι, αλλά τα μάτια του «μετρούσαν» κάθε κίνηση γύρω του. Έκανε νόημα στον Σέμο να πλησιάσει.
Ο νέος άντρας, άφησε καταγής τον σάκο που είχε ήδη αγκαλιάσει και τράβηξε προς το μέρος του αφεντικού του. Ήταν με κάποιους άλλους, διέκρινε τον καπετάνιο και τον κυρ Μανώλη τον Σγουρό που είχε τις μεγάλες ανεμότρατες στη Ρόδο και όλο κάτι λέγαν χαμηλόφωνα και μάλιστα σε έντονο ύφος. Αυτός ο τελευταίος, ο κυρ Μανώλης δηλαδή, δεν ήταν καπετάνιος, δεν ήταν θαλασσινός, αλλά έμπορος και πλοιοκτήτης. Του ανήκαν πέντε μεγάλες ανεμότρατες και καμιά εικοσαριά μεγαλοκάϊκα με εξίσου μεγάλα γεδέκια92, καμιά ντουζίνα γρι – γρι δεκάβαρκα και τέσσερα μαγαζιά στη Κω, στη Λέρο και τη Ρόδο, με είδη αλιείας. Ήταν καλός φίλος του Χαλκίτη και είχαν πολλές εμπορικές συναλλαγές μεταξύ τους. Μια με δυο φορές τον χρόνο, αγόραζε εμπορεύματα για τα πλοία του αλλά και για τα μαγαζιά του από τον Καλύμνιο έμπορο, που ήταν «μανούλα», στο να βρίσκει χαμηλές τιμές και συμφέρουσες συμφωνίες στο εξωτερικό.
«Έλα Σέμο παιδί μου…», άκουσε την φωνή του κυρίου Γιώργου να τον καλεί. Του έκανε νόημα και ο Ροδίτης έμπορος, χαμογελώντας μάλιστα. Πλησίασε και τους κοίταξε όλους κατάματα. Ξαφνικά άρχισε να νοιώθει την κούραση στους ώμους του, στα χέρια του, στα πόδια. Του πρόσφεραν τσιγάρο που το πήρε και το άναψε με λαχτάρα. Είχε καιρό να πάρει δικό του πακέτο, όλο από κερασμένα κάπνιζε, αφού τα οικονομικά του δεν του επέτρεπαν τώρα πια τέτοια πολυτέλεια. Οι άντρες κάτι έλεγαν που ο Σέμος δεν πολυάκουσε και γελούσαν σε πολύ ευχάριστη ατμόσφαιρα. Η ώρα ήταν δώδεκα… μεσάνυχτα και η ζέστη καλά κρατούσε.
«Λοιπόν που λες Μανώλη, αυτός είναι το στήριγμά μου, το δεξί μου χέρι που λένε…», είπε ο Χαλκίτης και άπλωσε το μπράτσο του πάνω στους ώμους του νεαρού του υπαλλήλου. «Ξέρει τα πάντα στο μαγαζί και δεν του ξεφεύγει τίποτα. Γνωρίζει και γραφή και ανάγνωση, έτσι με βοηθάει και στα … λογιστικά καμιά φορά. Άσε δε, τη αποθήκη την έχει … σαν …σαν … μοναστήρι από την περιποίηση. Όλα στοιβαγμένα στη σωστή θέση τους και πάνω απ’ όλα καθαρά…», συνέχισε να λέει. «Και δεν έχει λείψει ποτέ από την δουλειά του… α, όλα κι όλα, ούτε για αρρώστια…».
Ο κυρ Μανώλης κοίταξε τον νεαρό με θαυμασμό και χαμογέλασε. Έβαλε τα χέρια πίσω στην πλάτη και τα σταύρωσε, κάνοντας έτσι την κοιλιά του να προβάλει φουσκωτή – φουσκωτή.
«Μάλιστα…», είπε στο τέλος, «… φαίνεται γερό και ξύπνιο παλικάρι…»
«Ευχαριστώ κύριε…», απάντησε ο Σέμος.
«Ένα τέτοιο … συνεργάτη γυρεύω κι εγώ στα μαγαζιά μου. Να ξέρει το εμπόρευμα, τους πελάτες, τις ανάγκες των καραβιών μου, των υπαλλήλων μου. Να ξέρει τι θα χρειαστούν οι ψαράδες, πριν ακόμα το αντιληφθούν κι αυτοί οι ίδιοι. Ένα τέτοιο…»
Ο Σέμος δεν μπορούσε να μη χαρεί από τα λόγια του Ροδίτη αλλά και του αφεντικού του. Σήκωσε λίγο τις πλάτες και τεντώθηκε όσο πιο πολύ μπορούσε, χωρίς να φανεί όμως ότι κορδωνότανε. Κοίταξε τους άλλους εργάτες στο λιμάνι που ακόμα ανέβαζαν σακιά και κασόνια στο πλοίο του κυρ Μανώλη. Πράγματι, ένοιωθε ότι ξεχώριζε απ’ αυτούς. Έβλεπε τον εαυτό του ανώτερο και … κάπως διαφορετικό τέλος πάντων.
«Δεν μου λες Σέμο, θα ήθελες να έρθεις μαζί μου στη Ρόδο; Θα σου δίνω πιο πολλά από ότι σου δίνει εδώ το αφεντικό σου…», είπε ξαφνικά ο Ροδίτης και σκούντηξε περιπαιχτικά τον Χαλκίτη, που δεν έδειξε πάντως να αιφνιδιάζεται από την πρόταση αυτή του φίλου του. «Θα κάμεις καινούργιο σπιτικό εκεί μαθές …», συνέχισε, «… θα έχεις και τις βόλτες σου στην Κω και τη Λέρο, θα είσαι κάτι σαν επιστάτης… σαν επιθεωρητής. Και αν τα καταλάβεις όλα καλά, μπορεί και να ανεβαίνεις και στον Πειραιά και την Αθήνα, να κλείνεις δουλειές».
Ο Σέμος δεν μπορούσε ακριβώς να καταλάβει αυτά που του ξεφούρνισε ο χοντρός άντρας μπροστά του. Του έκανε μια πρόταση που δεν ήταν εύκολο να αρνηθεί κάποιος. Κι αν έκρινε σωστά από την σιωπή του αφεντικού του, οι δυο έμποροι, μάλλον τα είχαν συμφωνήσει από πριν και τα είχαν βρει. Φίλοι και συνεργάτες ήταν, ο ένας, μετά από τόσα χρόνια, ήξερε τις ανάγκες και τις απαιτήσεις του άλλου.
Δεν έβγαλε κανένα ήχο από το λαρύγγι του. Ήταν τόσο σαστισμένος από την ξαφνική αυτή πρόταση, που είχε μείνει με το στόμα ανοικτό και το σαγόνι κρεμασμένο. Η ανάσα του είχε γίνει γρήγορη και κοφτή, το μυαλό του έλεγε συνέχεια «Ναι», αλλά η καρδιά του, δεν χτυπούσε στους ρυθμούς της λαχτάρας του. Χωρίς να καταλάβει πως, η εικόνα της Νικολέτας και των δυό παιδιών του, έκανε την εμφάνισή της. Τα «αγγελούδια» του κοιμόντουσαν με τα κόκκινα μαγουλάκια τους πρησμένα και προκλητικά για τσίμπημα, ενώ η γυναίκα του καθόταν στο τραπέζι και τον περίμενε, κοιτώντας κάπου – κάπου την πόρτα. Γύρισε το βλέμμα του προς τον κυρ Μανώλη. «Μέτρησε» τον έμπορο και είδε στα μάτια του, την φλόγα εκείνη που έκανε αληθινή την πρότασή του. Κούνησε το κεφάλι. Χαμογέλασε κάπως κουρασμένα και αρνήθηκε χωρίς να το πολυσκεφτεί. Δεν μπορούσε να αλλάξει την κατάσταση της οικογένειάς του, όχι τουλάχιστον πριν το συζητήσει με την γυναίκα του, τις δικές του συνήθειες, τη ζωή του ολόκληρη έτσι ξαφνικά και αναπάντεχα. Δεν μπορούσε να φύγει από το νησί του, από τα μέρη που είχε μεγαλώσει και ανδρωθεί από μικρός. Κοίταξε τον Ροδίτη και για άλλη μια φορά κούνησε το κεφάλι αρνητικά.
Γύρισε το βλέμμα προς το αφεντικό του και διέκρινε ή μάλλον νόμισε ότι διέκρινε ένα χαμόγελο ικανοποίησης στο σκυμμένο στα χαρτιά του πρόσωπο. Σαν έξυπνος άνθρωπος που ήταν, περίμενε αυτή την απάντηση. Για άλλη μια φορά δεν είχε αιφνιδιαστεί. Τον είδε να κάνει μια κίνηση με το χέρι σαν να του έλεγε : «μπορείς να επιστρέψεις στη δουλειά σου…» και αυτό έκανε χωρίς άλλη κουβέντα, με όσο το δυνατόν πιο ήρεμο τρόπο. Δεν ήθελε να προσβάλλει με την στάση του και την απάντησή του τον έμπορο.
Άρπαξε κάπως πιο έντονα από το κανονικό μια μεγάλη κασόνα, την φόρτωσε στους ώμους και ανέβηκε στο πλοίο, παρατηρώντας το καρφωμένο πάνω του βλέμμα του κυρ Σγουρό. Ο Ροδίτης δεν έλεγε να τραβήξει τα μάτια του από κείνον, δείχνοντας έτσι πόσο πολύ τον ήθελε στη δούλεψή του. Ένα ελαφρύ αεράκι που ερχόταν από το πέλαγος τον δρόσισε λίγο και με την ανάποδη της παλάμης του, σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπο.
Δεν είχε πάει ακόμα μία η ώρα, όταν τέλειωσε το φόρτωμα του πλοίου. Σε λίγο, με το πρώτο φως, θα σάλπαρε για την Ρόδο ή όπου αλλού θα πήγαινε τέλος πάντων. Ο Σέμος καληνύχτισε ή μάλλον καλημέρισε όλους και πήρε το δρόμο για το σπίτι. Σε μια τελευταία απόπειρα του Ροδίτη εμπόρου να τον πείσει, απάντησε – πιο σίγουρα τώρα – αρνητικά, κόβοντας κάθε ελπίδα συνεργασίας.
Το αδύνατο φως στην κολώνα του Δήμου, έφτιαχνε μακρόστενες σκιές πότε μπροστά του, πότε πίσω του, λες και ο δρόμος κινιότανε μαζί του. Στην «πάνω πλατεία», οι ταβέρνες ήταν ανοικτές και γεμάτες με παλιούς ναυτικούς, που έπιναν το τελευταίο κρασάκι τους, πριν γυρίσουν στο σπίτι και την ρυτιδιασμένη μουτσούνα των γυναικών τους. Λίγες ακόμα στιγμές ελευθερίας και ξεγνοιασιάς. Κάθονταν έξω στην πλατεία και σε καρέκλες δίπλα στο δρόμο, φώναζαν, γέλαγαν, έπιναν. Κάποιοι είχαν αρχίσει και τις ιστορίες τους, φανταστικές… μεγάλα παραμύθια οι περισσότερες, που οι υπόλοιποι τις άκουγαν ένας Θεός ξέρει για ποια φορά.
Ο κυρ Γιάννης  «Μαρίδας», καθόταν μαζί με τους δικούς του φίλους σε μια άκρη της πλατείας, καπνίζοντας τον ναργιλέ του, με ένα ποτήρι με τσίπουρο στο χέρι. Είδε τον Σέμο να ανηφορίζει προς το σπίτι, δυο – τρία σπίτια παρακάτω ήταν και τον φώναξε κοντά του. Ο νεαρός στην αρχή έκανε ότι δεν άκουσε, ήξερε ότι κάτι τέτοιο θα είχε κατάληξη που δεν επιθυμούσε, αφού θα τον κράταγε μακριά από την οικογένειά του, αλλά και τον ύπνο του που τόσο είχε ανάγκη, για αρκετή ώρα, δεν μπόρεσε όμως στο τέλος να το αποφύγει. Αφού χαιρέτισε όλη την παρέα κάθισε στην καρέκλα που του πρόσφερε ο καπετάν «Μαρίδας» δίπλα του. Τον κέρασαν κρασί, «… άντε ένα ποτηράκι θα πιώ για το καλό, αλλά μετά θα φύγω…» είπε και του πρόσφεραν και τσιγάρο, αφού δεν κάπνιζε ναργιλέ.
Ο Πέτρος ο Μάρθας το «Μαϊστράλι», ήταν λίγο μεγαλύτερος από τον «Μαρίδα», αλλά καλός του φίλος και δοκιμασμένος στη θάλασσα, με τις χαρακιές του αλατιού στο σβέρκο και στο μέτωπο. Παλιός κολαουζέρης – κουμάντο, είχε φάει τους ωκεανούς με το κουτάλι. Ήξερε τις ακτές και τα βάθια των νερών της Μπαρμπαριάς και της Αμέρικας, καλύτερα και από το ίδιο του το σπίτι.
Χαιρέτισε κι εκείνος τον Σέμο με χαμόγελο και το βλέμμα λίγο θολό και «κουρασμένο» από το κρασί και το τσίπουρο.
«Σήμερα σε είδα στο λιμάνι, βραδιάτικα φορτώνατε ε; Σκληρό το μεροκάματο γιέ μου, σκληρό…»
«Σκληρό», του απάντησε εκείνος και ήπιε μια γουλιά από το ποτήρι του. «Σκληρό και δύσκολο καπετάνιε»
«Τι να κάμεις; Έτσι είναι η ζήση. Και όταν έχεις παιδιά… δεν μου λες, άκουσα ότι έχεις δυο, είναι αλήθεια μαθές;»
Ο νεαρός κούνησε καταφατικά το κεφάλι και ένα χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπό του.
«Μάλιστα το λοιπό, καλά ήκουσα γιέ μου. Μα πολύ νιός δεν είσαι για δυό κουτσούβελα; Παιδί είσαι ακόμα, δεν θέλησες να χαρείς με την κυρά την ζωή σου πρώτα; Αλλά τι λέγω… αν θέλει ο Θεός τα στέλνει και μάλιστα στους τυχερούς δυό – δυό μαζί. Ας είναι άγιο το θέλημα Του. αλλά θα κουραστείς παιί μου…»
Ο Σέμος τον άκουγε κάπως στενόχωρα και ήξερε πως θα πήγαινε αυτή η κουβέντα. Οι γέροι με τις συμβουλές τους – ξερόλες όλοι τους – χωρίς να λογαριάζουν τη δύναμη και τη θέληση των νιάτων, περίμενε ότι σε λίγο θα άρχιζε τα… «εγώ στην ηλικία σου…» και κάτι τέτοια. Κοίταξε τον δρόμο προς την μεριά του σπιτιού του και ξαφνικά νοστάλγησε την γυναίκα του, πιο έντονα από κάθε άλλη φορά. Προσπάθησε να βρει μια δικαιολογία να σηκωθεί χωρίς να προσβάλλει τους γεροναυτικούς, όταν άκουσε τον κυρ Γιάννη να τον ρωτάει:
«Και δεν μου λες μωρέ Σέμο, από λεφτά πως τα πας παιί μου; Δεν λογαριάζεται ο Χαλκίτης για χουβαρντάς… ή κάμω λάθος; Και σε ρωτάω γιατί όσο να’ ναι δυό παιτζά έχεις»
«Έτσι είναι, όπως τα λες…»
«Γι αυτό και μου είπε ο καπετάν Νικόλας ο Λησγάρης μαθές, πως τον ρωτάς για δεύτερη δουλειά ε;», αναστέναξε σαν έμπαινε στη θέση του Σέμου. «Και μετά… η οικογένειά σου; Τι θα γενεί; Θα μεγαλώσουν μόνα τους τα παιτζά; Μόνο με την μάνα τους;»
«Κακά τα ψόματα Νικόλα…», παρενέβη το «Μαϊστράλι», «… κακά τα ψόματα, ολωνώνανε τα παιτζά με τη μάνα τους μεγαλώνουν ή μεγάλωσαν. Δεν αφήνει η δούλεψη πολλά περιθώρια στον πατέρα για αγάπες και… πως το λένε… αγωγές…», μέσα στη ζαλάδα του πιοτού έψαχνε τις σωστές λέξεις. «Αλλά για να πούμε και την αλήθεια… μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να βγάλεις μονέδες σήμερο. Και ξέρετε όλοι για ποιο πράγμα μιλάω. Δεν είναι έτσι; Το σφουγγάρι έχει χρήμα και μπορείς να ζήσεις την οικογένεια με πλούτο και … σωστά. Όσο επικίντυνο και να’ ναι!»
Όλοι συμφώνησαν με τα λόγια του. Πως μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς, αφού όλοι ήταν παλιοί θαλασσινοί και όταν στην Κάλυμνο λένε θαλασσινός εννοούν τους σφουγγαράδες. Κούνησαν το κεφάλι καταφατικά και ακούστηκαν κάποιες φωνές, στριγκλίσματα πιο πολύ, που ενθάρρυναν το «Μαϊστράλι» να συνεχίσει.
«Το λοιπό, μόνο το σφουγγάρι μπορεί να σε ζήσει. Ούτε το ψάρι, ούτε το εμπόριο, ούτε το υπαλληλίκι γιέ μου…», είπε και κοίταξε τον Σέμο μες τα μάτια. «Ξέρω καλά τι σου λέω… από μικρός πήγαινα με τα σφουγγαράδικα καΐκια καλοκαιρινό ταξίδι. Από το Πάσχα μέχρι τον Οκτώβρη έλειπα. Πήγα με τον Γαλόπουλο τον «Γκρίνια» μαζί του ναύτης, με τον Παντελαίο τον γιο της Βενετσιάνας σαν κουπάς και με τον Γκιννή, κουμάντο – κολαουζέρης. Αλλά τα περισσότερα χρόνια, δέκα συνεχώς, τα έκανα με τον Νικόλα και τον Μικέ τον Σδρέγα. Πήγαινα με σύστημα περικεφαλαίας», έκανε μια παύση, ίσως για να δώσει περισσότερο βάρος στην αφήγησή του ή μόνο για να τραβήξει μια τζούρα από τον ναργιλέ του και μια γουλιά από το τσίπουρό του.
«Πάντα…», συνέχισε, «… η ξεκίνηση ήταν μια μπρατσέρα, δυό μηχανοκάικα κι ένας μικρός αχταρμάς – νερουλάς. Εγώ σαν κουμάντο, είχα την ευθύνη για το ένα μηχανοκάικο. Όλο το χειμώνα είχα την ευθύνη να διορθώσω τα εργαλεία, να μπογιατίσουμε το καΐκι, να φροντίσω τα μαρκούτσια και τις φορεσιές, τις αποθήκες και τελευταία… τις κουμπάνιες, γαλέτες, καβουρμά… όλα για επτά ή οχτώ μήνους. Πάντα όλα αυτά με βοήθεια το πλήρωμα της κουβέρτας που μαζί ετοιμάζαμε τα πάντα. Να μη χασομερώ. Μια ώρα εδώ στη Κάλυμνο, μια μέρα το καλοκαίρι στη δουλειά.
Είχα και την ευθύνη να πλησιάσω και να διαλέξω καλούς δύτες και να προσπαθώ να τους συμφωνήσω, να κατεβάσω και να τους ρίξω την τιμή. Όχι βέβαια ζάπα. Πάντα οι «μηχανικοί» ήταν στην ταβέρνα του Ζορντού. Πήγαινα το λοιπό κι εγώ εκεί να κλείσω συμφωνία. Ποτέ με καφέ δεν έκλεινε η συμφωνία. Έκλεινε με ρετσίνα και κρασί που τους κερνούσα και ήταν μισοζαλισμένοι. Τους έπαιρνα τα φυλλάδια και ο καπετάνιος τους έδινε καπάρο. Οι «μαγγιόροι», οι πρώτοι, ζητούσαν 35%. Κατάφερνα και τους έκλεινα με 32%. Οι δεύτεροι 33%, τους έκλεινα 31%. Οι τρίτοι… πάντα έκλεινα δεκαπέντε άτομα δύτες, ήταν όρος της τράπεζας για να πάρουμε ένα συγκεκριμένο ποσό. Για να συμπληρώσουμε το όριο για την τράπεζα, παίρναμε και δυό άτομα σκάρτους, τρίτης κατηγορίας. Δεν μας ένοιαζε αν αυτοί μας βγάλουν σφουγγάρια. Δούλευαν, αλλά ήταν αδυναμάκια. Ο καπετάνιος δεν ανακατευότανε σε όλα αυτά. Ήταν αραγμένος στα καφενεία. Φουμάριζε ναργιλέ. Είχα μεγάλες ευθύνες, αλλά πληρωνόμουν ανάλογα, όπως ανάλογα, καθώς είπα, πληρωνόντουσαν και οι «μηχανικοί».»
Η κουβέντα είχε ξαστοχήσει από την ώρα που ο ναυτικός, το «Μαϊστράλι», είχε αρχίσει να εξιστορεί την ζωή του. Βέβαια όλοι ήθελαν να ακούσουν αυτές τις παλιές ιστορίες και μαζί με αυτούς και ο Σέμος που είχε παρασυρθεί από την φλυαρία του, αλλά και από την αγάπη του για τα σφουγγαράδικα. Όσο φοβόταν την θάλασσα και τους βούτθους, τόσο τον σαγήνευαν οι εξιστορήσεις των παλιών ναυτικών. Ήπιε λίγο από το ποτήρι του και παράγγειλε κι άλλο ένα, σκεπτόμενος ότι την νύχτα του την είχε φάει έτσι κι αλλιώς, καμιά ωρίτσα παραπάνω δεν πείραζε.
«Εγώ…», συνέχισε το «Μαϊστράλι», «… έπαιρνα τρία μερδικά κι ο καπετάνιος – εφοπλιστής έπαιρνε δυό μερίδια. Το μηχανοκάικο δούλευε με βαθυτικό σύστημα, από τριάντα πέντε και μέσα. Έκαμα και πληρώματα στη Λέρο με Λεριούς. Όταν ερχόταν η ώρα για το φευγιό, με εικόνα, βιολιά, τραγούδια, περπατούσαμε το πλήρωμα και οι οικογένειές τους, πηγαίναμε ως την Αγιά Μαρίνα, να πάρουμε το καΐκι να φύγουμε. Οι γυναίκες τους, μικρές κόρες, να μου λένε παρακαλετά: «Να προσέχεις τους άντρες μας, να τους φέρεις καλά πίσω».
Φεύγαμε το λοιπό, μετά το Πάσχα αμέσως, αλλά πολλές φορές που βιαζόταν ο καπετάνιος ή η γιορτή έπεφτε αργά, φεύγαμε και πιο πριν και κάναμε Πάσχα μέσα στο πέλαγο ή στη Βεγγάζη. Φεύγαμε από Κάλυμνο απόγιομα και το άλλο πρωί πιάναμε Κρήτη, Αφορεσμένο, Ζάγκρο, περνούσαμε από Καλά Λιμάνια και βάζαμε πορεία για την Ντέρνα. Εκεί, πρατικέρναμε στο Μπέη, για τις άδειες στο Ελληνικό προξενείο. Εμείς φεύγαμε κατ’ ευθεία για δουλειά. Με το καγγαβί να ρίξουμε στο βυθό, να πιάσουμε πέτρα, να δούμε αν είναι σφουγγαρότοπος. Αμέσως, βάζουμε στον «μηχανικό» την περικεφαλαία.
Πάντα τους έλεγα στην πρωινή βουτιά: «Άντε καλημέρα, καλό βράδυ». Άρχιζε η ευθύνη μου και για τους δεκαπέντε δύτες που έριχνα κάθε μέρα στο βυθό. Τρεις βούτθους στον καθένα την ημέρα, σαράντα πέντε βουτιές μέχρι το βράδυ, με την αγωνία για τον κάθε άνθρωπο, να σκεφτώ που πάει ο δύτης στο βυθό, να παρατηρώ τις μπουρμπουλήθρες του, πόσα λεφτά μπορεί ο καθένας να μείνει στο πάτο – ο καθένας έχει τις δικές του δυνατότητες που φυσικά εγώ τις γνώριζα. Ο σφουγγαράς στο βυθό, έχανε την αίσθηση του χρόνου, μεθούσε βλέποντας πολλά σφουγγάρια. Ξεχνούσε τα πάντα κι έπρεπε εγώ να τον κουμαντάρω από πάνω, γιατί αν πάθαινε τίποτα, εγώ θα ήμουν ο πρώτος που θα περνούσα πειθαρχικό δικαστήριο, αλλά και που η οικογένειά του θα με καταριόταν.
Παρακολουθούσα από πάνω, να βλέπω αν πάει κόντρα του ρεμάτου ή πρίμα. Αν πήγαινε κόντρα, να κάνει λιγότερα μαζαρόλια, αν πήγαινε πρίμα, περισσότερα. Αν τον έπιανε η μηχανή, σταματούσε. Του κάναμε οξυγόνο και τριψίματα πρακτικά. Όταν είχες μυαλό, δεν έχανες τη ζωή σου. Δεν θα βγάζανε τον κολαούζο από το χέρι για να βαθύνουν περισσότερο, να βγάλουν παραπάνω σφουγγάρια. Όταν πιανότανε τους έκανα οξυγόνο και μετά τρίψιμο και γινότανε καλά. Στο πιάσιμο δεν εισχωρεί γιατρός.
Εδώ στην Κάλυμνο με τη δοκιμή, τα ξεμυξιάσματα, με καπετάνιο τον «Κάργα», έξω από την Κάλυμνο, πιάστηκε ο Αντώνης, το Παπάι. Με φώναξε ο Νομικάριος ο Κώστας ο ορθοπεδικός να πάω στο νοσοκομείο, να τους δείξω πώς να γίνει καλά. Όταν πήγα, τους ρώτησα: «τι του κάνετε;». Τον έτριβαν με αλοιφές. «Πετάξτε τες», τους είπα. «Πρώτα…», τους λέω, «… δεν θα τον πάτε στο σπίτι του, για να μη βρεθεί με τη γυναίκα του, γιατί θα βαρύνει». Όντως η γυναίκα του, μου είπε ότι το μυαλό του ήταν συνεχώς εκεί. Τον έτριψα σε όλο του το σώμα με λάδι κι ένα κρεμμύδι στα τέσσερα μέσα. Μετά του είπα να βγει στην αυλή του νοσοκομείου και να κάνει ποδήλατο και να πέφτει κάτω να γυμνάζεται. Κι όντως έγινε καλά. Το λιμεναρχείο μου έδινε το ποσό της ασφάλειάς του, επειδή τον έσωσα, αλλά εγώ δεν το πήρα.
Άλλος ένας «μηχανικός», ο Βαρδάκος ο Μιχάλης, όπως πηγαίναμε για χειμωνιάτικο έξω από το Πιθάρι, κάτω από το μοναστήρι, είδε στο βυθό ένα μόλο και πάνω ένα μεγάλο σφουγγάρι. Κατέβηκε, αλλά ήταν βαθιά. Παράτησε τον κολαούζο, ήρθε τρεις οργιές πάνω, απότομα, λασκάρισε το σκοινί και κατέβηκε βαθιά στο βυθό και ξερίζωσε το μεγάλο σφουγγάρι. Τον πήρα είδηση κι αμέσως, γρήγορα, τον τράβηξα με το μαρκούτσο πάνω».
Έκανε παύση να δροσίσει το λαρύγγι του με λίγο πιοτί και να φουμάρει. Κοίταξε τους άλλους, ήθελε να δει τι εντύπωση είχαν κάνει τα λόγια του και χαμογέλασε. Επίτηδες τράβηξε και μια δεύτερη, αργή τζούρα, ξεφύσηξε τον γαλάζιο, αρωματικό καπνό και χτύπησε τα δάχτυλά του ρυθμικά στο τραπέζι.
«Και τι έγινε τότε;», ρώτησε χωρίς να το πολυσκεφτεί ο Σέμος. Το ενδιαφέρον του ήταν έκδηλο και είχε γουρλώσει τα μάτια. Ο ναυτικός χαμογέλασε τώρα πιο πλατιά και φάνηκαν δυό χρυσά δόντια, εκεί που είχε τα σκυλόδοντα.
«Αυτοί οι δύτες παιί μου, είναι μεθυσμένοι, κάτω στο βυθό, βυθίζονται, βλέποντας πότε να βρουν σφουγγάρι και δεν καταλαβαίνουν ότι κινδυνεύουν και θα πεθάνουν.
Τον έβγαλα πάνω, αλλά δεν μου είπε ότι ήταν ζαλισμένος. Βγαίνουμε στην Τέλενδο, εγώ έκατσα στο καφενείο κι αυτός πήγε στο σπίτι του. Εκεί μούδιασε, αλλά εγώ δεν το γνώριζα, δεν μου το είπε. Σηκώνομαι, φεύγουμε με το καΐκι, πάμε στον Εμπορειό, εκεί τον έβγαλα έξω μαγκωμένο. Ότι που περπατούσε. Του λέγω: «Εμπρός… περπάτημα». Έπαιρνε τους αγκάτθους μπροστά του και σερνότανε. Τον παίρνω, τον έβαλα στο καΐκι του έκαμα οξυγόνο, τον έβαλα να περπατεί συνέχεια κι άρχισα το τρίψιμο. Γιατί εκεί που είναι οι πόροι του αιμάτου, με το πιάσιμο δεν κυκλοφορεί το αίμα. Με το τρίψιμο, ανοίγουν οι πόροι, τη μια μέρα λίγο, την άλλη περισσότερο, την τρίτη λασκάρει και γίνεται καλά. Όλα τα χτυπήματα σηκώνουν τρίψιμο. Το σοβαρό χτύπος όμως δεν γίνεται καλά. Κάθε μέρα το λοιπό, του έκαμα, οξυγόνο, τρίψιμο, γυμναστική, πίεζε και ο ίδιος τον εαυτό του… ε, γίνηκε καλά.
Όπως είπα, όταν ο δύτης κατέβαινε στο βυθό, ήξερα του καθενός τη δύναμη. Από πάνω, είχαμε μαζαρόλι με μισό λεπτό. Δεν έχομε ρολόι. Το κρατά ο τρίτος δύτης στη σειρά. Είμαστε βαθυτικό σύστημα και τον παρακολουθώ με τις μπουρμπουλήθρες. Που πάει, που πορπατάει, που ταξιδεύει. Αν πάει κόντρα στο ρέμα τον αφήνω επτά λεπτά, αν πάει πρίμα του δίνω δώδεκα με δεκατρία λεπτά. Αυτή την έννοια, τη σκέψη πρέπει να την έχω για δεκαπέντε άτομα.
Μια φορά ένας δύτης, ο Τσαούσης, πρωτάρης κι αμάθητος ακόμα, κάτω στο βυθό είδε πιο βαθιά μεγάλο σφουγγάρι. Έβγαλε τον κολαούζο από το χέρι, βγήκε πάνω τρεις οργιές, μποσικάρισε τον κολαούζο και κατέβηκε βαθιά να πιάσει το σφουγγάρι. Εγώ τρόμαξα, αλήθεια τρομοκρατήθηκα. Όταν ο καταραμένος ήβγε πάνω, του άστραψα δυο χαστούκια, από τα πιο δυνατά που έχω δώκει στη ζωή μου κι έκλαιγα από την αγωνία μου. Γιατί αν πάθαινε τίποτα, εμένα θα τραβούσε το λιμεναρχείο. Βέβαια, δεν έκανε μόλις βγήκε πάνω να του αστράψω τα χαστούκια, γιατί ανέβηκε πάνω απότομα, μετά τόσες οργιές. Έπρεπε να περάσει στην πάντα, να κάτσει στο σκαμνί, να κάμει τσιγάρο, να ψαρευτεί, όμως ο λύπος μου και η αγανάκτησή μου… δεν κατάλαβα πως, του άστραψα τα χαστούκια. Έπρεπε να πέσει ο επόμενος στη θάλασσα και τότε να του έκαμα την περιποίηση. Αλλά ήμουνα ξενευρισμένος. Γιατί ήταν δόκιμος, δεν ήταν μαθημένος και ήθελε να με βάλει φυλακή. Εγώ τον πήρα χατίρι του πατέρα του κι είχα μεγαλύτερη ευθύνη. Αυτός με πήγε στο Λιμεναρχείο για τα χαστούκια.
Ο Πλωτάρχης ήρθε στο καΐκι, χωρίς να ξέρουμε ποιος ήταν. Μόλις είχαμε φάει, μου λέει: «Βάλετέ μου στο σκουτέλι λίγο από το φαί σας να δοκιμάσω». Εγώ του είπα: «Αυτά τώρα είναι ότι απόμειναν … είναι αποφάγια». Εκείνος μ’ απαντάει: «Όχι, δεν πειράζει. Βάλετέ μου να δοκιμάσω».
Όπως μας είπε αργότερα, είχαν πάει Συμιακοί δύτες και του είχαν παραπονεθεί ότι πεινούσαν και σε μας έκανε δοκιμή. Όταν δοκίμασε το φαί μας, μας είπε: «Αυτά είναι τα αποφάγια; Αυτά μαθές είναι καλά και νόστιμα». Ακουγόταν ότι πεινούσαμε, όμως, όχι γιατί δεν είχαμε φαί, αλλά γιατί λόγω δουλειάς, τρώγαμε μόνο μια φορά το βράδυ, άντρες πάνω στα καλά μας και ολημερίς οι κοιλιές γουργούριζαν. Ο Πλωτάρχης μας ρωτά: «Ποιος είναι ο καπετάνιος του ¨Αγίου Δημητρίου¨;». Παρών ήταν και ο Σδρέγας ο Δημήτρης, ο γιός του καπετάνιου. «Εγώ», του είπα. Μου λέει: «Μπορούμε να πάμε στο γραφείο μου;». όπως ήμουνα, πήγαμε με το αυτοκίνητο κι εκεί μου λέει: «Έχεις παραπονούμενο βουτηχτή». «Και ποιος είναι αυτός;», τον ρωτάω. Από δίπλα βγαίνει ο Τσαούσης. «Αααα, αυτός ο κύριος είναι;», του λέγω. «Κύριε πρόξενε, εδώ μπροστά έχουνε ένα σκοινάκι κολαούζο. Γιατί το έχουμε;». Μου απαντά: «Είναι η ασφάλεια του βουτηχτή». «Αυτός δουλεύει τριάντα πέντε οργιές βάθος και είναι δόκιμος. Τον πήρα χατίρι του πατέρα του και είναι μικρός. Έχω μεγαλύτερη ευθύνη. Όμως βγήκε πάνω τέσσερις οργιές απότομα, λασκάρισε και φοράρει τον κολαούζο. Και πήγε κάτω βαθύτερα από όσο πρέπει και έβγαλε το σφουγγάρι. Εγώ τρόμαξα. Τι έπρεπε να κάμω; Άρπαξα τα μαρκούτσα, τον λεβάρισα πάνω σε δυό λεφτά». «Αααα! Έτσι», μου λέει ο πρόξενος. «Δώστου το λοιπό άλλα δυό χαστούκια». «Εγώ γιατί τα ήκανα όλα αυτά; Για να τον σώσω».
Κάθε μέρα από το πρωί μέχρι το βράδυ, καρδιοχτύπι, αγωνία, φουμάριζα συνέχεια. Τα τσιγάρα τότες ήταν των πεντακοσίων και σε δυό με πέντε μέρες, κάπνιζα μια κούτα και στο στόμα μου δεν έβαζα όλη μέρα ούτε ένα κομματάκι ψωμί.
Μέχρι το βράδυ, μέχρι να τακτοποιηθούν όλα, να σχολάσω και όλα να γίνουν τέλεια, ήμουν συνεχώς τεντωμένος. Ο πλοιοκτήτης καθότανε όλη μέρα στην μπρατσέρα, δεν είχε καθόλου έννοια και ότι κι αν γινότανε τις ποινικές και άλλες ευθύνες τις είχα εγώ. Βέβαια δεν είχα παράπονο, πληρωνόμουν με το παραπάνω. Κάθε βράδυ όταν σχολούσαμε, παίρναμε πορεία να πάμε στην μπρατσέρα. Έδινα αναφορά στον καπετάνιο πόσα σφουγγάρια βγάλαμε. Εκεί ήταν το ξενοδοχείο του ύπνου. Στο αμπάρι με σανίδες, ήταν τα κρεβάτια του πληρώματος. Ήταν όμως και του φαγητού και από κει παίρναμε πετρέλαιο, νερό, ότι χρειαζόμασταν. Όταν μας τελείωναν τα πετρέλαια και οι κουμπάνιες, από την Κάλυμνο ξεκινούσε το λίμπερτο και μας έφερνε και μαζί έστελναν οι γυναίκες μας γράμματα και ποδοσίμια και πετσελλώματα, το ίδιο κάναμε κι εμείς, στην επιστροφή να στείλουμε γράμματα.
Βέβαια, ένας άνθρωπος μου έσκασε. Ήμασταν στον Άσπρο Κάβο, στην Αλεξάνδρεια. Εκεί ο βασιλιάς της Αλεξάνδρειας ήταν το μέρος δικό του και είχε μεγάλη βίλα. Ο δύτης ήταν δόκιμος, αμάθητος. Τον κατέβασα στο βυθό κι έσπασε το μαρκούτσο. Με το «πάτωμα», πρέπει να βγάλεις τον αγέρα από το «φόρεμα» για να μπορείς να πορπατήσεις. Πάτησε την «βαρβάρα», το φόρεμα άδειασε από τον αγέρα, όμως επειδή τρύπησαν τα μαρκούτσα, έπρεπε να ξαναπατήσει τη «βαρβάρα», να γεμίσει αγέρα το «φόρεμα», να μπορέσει να έρθει γρήγορα απάνω. Σάστισε, δεν το έκαμε. Εγώ το πήρα είδηση, όμως μέχρι να μαζέψω τα μαρκούτσα που ήταν εκατό οργιές, για να τον φέρω πάνω, δεν πρόλαβα. Το χέρι μου άναψε να τραβώ όσο γίνεται πιο γρήγορα. Έβαλα και την τραγιάσκα μου στα χέρια, αλλά δεν τα κατάφερα. Όταν βγήκε, ήταν αργά, είχε σκάσει. Με το χύσιμο, όταν φτιάχνουν τα μαρκούτσα, είχε ελάττωμα και κρύπαρε. Όταν του έβγαλα την περικεφαλαία, ήρθε σε επαφή με τον καθαρό αγέρα και αμέσως πρήστηκε η κεφαλή του. Δεν μπορούσε να βγει. Για να μην τον θάψουμε με τον θώρακα, όπως έκαναν άλλοι, ξεβίδωσα όλο τον θώρακα, τις πλάκες, το λάστιχο από τις βίδες και το έβγαλα.
Τον βγάλαμε στην στεριά, στον Άσπρο Κάβο και ήρθε τάγμα με στρατιώτες, αραπάδες, να τον φυλάνε. Το πρωί τον πήρανε και τον πήγαν από την στεριά στη Μάρσα Μαντρούχα της Αλεξάνδρειας. Τον θάψανε με παπά σε νεκροταφείο. Εγώ δεν πήγα στη κηδεία. Με κάλεσαν να δώσω μαρτυρία. Με βάλανε στο κρατητήριο κι άρχισαν τις ανακρίσεις. Ήρθαν από το καΐκι και είπανε στον πλωτάρχη: «Ένα καρπούζι ξέρεις τι κρύβει μέσα; Έτσι και το μαρκούτσο ήταν ελαττωματικό». Αυτοί κατάλαβαν ότι δεν έφταιγα και με άφησαν. Αυτά είναι η ευθύνη του κουμάντου. Ο απλός κολαουζέρης δεν έχει τόση ευθύνη».
Για άλλη μια φορά το «Μαϊστράλι», σταμάτησε και τράβηξε ξανά τζούρα να νοιώσει τον καπνό στα στήθια, να τον καίει, λες και ήθελε να ξυπνήσει από αυτό τον λήθαργο των αναμνήσεων που είχε περιέλθει. Τα μάτια του ήταν κόκκινα, ίσως και κάποιο δάκρυ να έκανε στιγμιαία την εμφάνισή του στην άκρη του δεξιού του ματιού. Δεν πρόλαβε κανείς να το δει καλά, γιατί προφασιζόμενος τσιγαρόβηχα, σκούπισε τα μάτια του. Έριξε το βλέμμα του πάνω στο Σέμο. Υπολόγιζε την ηλικία του, τα νιάτα του. Φάνηκε ότι κάτι ήθελε να του πει, αλλά σιώπησε. Μόνο τον ρώτησε αν τα παιδιά του ήταν καλά. Ο νέος του έγνεψε καταφατικά και φάνηκε αναστατωμένος. Παρότρυνε τον γεροναυτικό να συνεχίσει την αφήγησή του.
«Από τροφοδοσίες…», συνέχισε, «… μην το συζητάτε, πως ο κόσμος πεινούσε. Ήταν πάντα πληθερό. Ο Σδρέγας στην Κάλυμνο… ήταν … σαν Ωνάσης. Είχε δικά του λεφτά και πάντα κάναμε πρώτοι πλήρωμα από τους άλλους καπεταναίους. Καλοί ήταν και οι άλλοι καπεταναίοι, αλλά ήταν φτωχοί. Είχαν αγωνία και έβαζαν ενέχυρο ότι είχαν και δεν είχαν. Πάντα με φόβο κι αγανάκτηση να βγει το καλοκαίρι. Αλλά κουτσά – στραβά, τα έξοδα βγαίνασι, φτωχά βέβαια… δεν βγάζανε όλοι χρήματα. Έτσι περνούσε το καλοκαίρι, Σεπτέμβρης, Οχτώβρης, αρχές Νοέμβρη, τέλος ταξιδιού, πορεία για την αγαπημένη Κάλυμνο και την οικογένειά μας».
Εδώ το «Μαϊστράλι», σταμάτησε απότομα την κουβέντα. Έδειξε ότι δεν ήθελε να μιλήσει άλλο για αυτά που του τυραννούσαν το μυαλό. Δεν ήθελε άλλο αυτές τις ανάμνησες. Έπρεπε να τα θάψει βαθιά, φοβόταν όμως να τα σβήσει για πάντα, τα ένοιωθε περιουσία του. Βέβαια τώρα του έφταναν οι μεζέδες του κάπελα, της κυρα Ουρανίας βασικά της γυναίκας του κάπελα, ο ναργιλές του και τα εγγόνια του που πήγαιναν δημοτικό. Ευχόταν μέσα του να μορφωθούν να μην ακολουθήσουν την θάλασσα, όπως τα παιδιά του, να γίνουν δάσκαλοι ή γιατροί.
Ο Σέμος, τον κοίταγε ακόμα. Τα μυαλό του επεξεργαζόταν ακόμα τα λόγια του. Είχε αρχίσει να φοβάται όλο και λιγότερο την θάλασσα, είχε αρχίσει να ζηλεύει αυτή την ζωή των σφουγγαράδων, την αλητεία του επαγγέλματός τους. Η περιπέτεια που έφτιαχνε άντρες και έδινε λεφτά.
Η ώρα είχε περάσει και σε λίγο θα έβγαινε ο ήλιος. Η ζέστη κρατούσε καλά και τώρα δεν φυσούσε καθόλου εκείνο το δροσερό θαλασσινό αεράκι. Σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του και έκανε να φύγει. Γύρισε για τελευταία φορά το βλέμμα στον παλιό ναυτικό. Τον είδε να είναι χαμένος στις σκέψεις του.
Προχώρησε στα στενά δρομάκια. Από κάποιο σπίτι, αξημέρωτα ακόμα, ακουγόταν αχνά,  μουσική και ομιλίες. Το νησί ξυπνούσε. Θα άλλαζε ρούχα και μετά τον πρωινό καφέ του με την Νικολέτα, θα πήγαινε, άυπνος, στη δουλειά του. Δεν τον ένοιαζε. Το μυαλό του επεξεργαζόταν όλα αυτά που είχε ακούσει, αυτά που ζούσε, αυτά που ήθελε.
Από αυτή την μέρα ο άντρας με τα δίδυμα και την όμορφη γυναίκα, δεν θα ήταν ο ίδιος πια!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου