Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 9 Μαρτίου 2017

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΓΩΝΙΑΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 32
¨ΣΚΙΑΣ ΟΝΑΡ ΑΝΘΡΩΠΟΣ¨

(Πίνδαρος : ο άνθρωπος είναι το όνειρο μιας σκιάς)

Ο κυρ Δημητρός σήκωσε με όση δύναμη είχαν ακόμα τα γέρικα μπράτσα του, το μεγάλο μπαούλο με τα δερμάτινα δεσίματα και τις γυαλιστερές κλειδαριές. Ένα μακρόστενο μπαούλο που είχε φροντίσει με λάδι και καθαρίσει με πράσινο σαπούνι η Κυράννα, να δείχνει καινούργιο αν και είχε κλείσει πάνω από πενήντα χρόνια ζωής. Του είχε βάλει επί δέκα μέρες λεβάντα και βιολέτες μέσα σε γάζες, να αποκτήσει και ωραία μυρουδιά. Η Καλοτίνα είχε διπλώσει όλα της τα ρούχα, όσα τουλάχιστον είχε άμεση ανάγκη, τις πετσέτες  της, τα σεντόνια της με τις κεντημένες ούγιες  και ότι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί προικιό, με μεγάλη τάξη και φροντίδα. Την βοήθησαν όλες οι γυναίκες της καθημερινότητάς της, η μάνα της, η Νικολέτα, οι Τσουκαλαήνες, η Σεβαστή, ακόμα και μια δυό φορές είχε πάει για βοήθεια και η Υπαπαντή, που τώρα ένοιωθε πιο μεγάλη άνεση στο σπίτι τους.
«Άσε κυρ Δημητρέ, θα το σηκώσουμε εγώ με τα παιδιά…», ακούστηκε η φωνή του Κουκουβά από το πάνω μέρος της σκάλας του «Κανάρης». Και λέγοντας αυτά, έδωσε ένα σάλτο, κατέβηκε τρία – τρία τα σκαλιά και έπιασε με το δεξί του χέρι την λαβή από το τεράστιο μπαούλο, σπρώχνοντας ελαφρά τον ηλικιωμένο άντρα. Δεν δυσκολεύτηκε να το ανεβάσει στο κατάστρωμα με την βοήθεια των δυο παιδιών που ξεφόρτωναν τις βαλίτσες από τις λάζες και το έσπρωξε προς την καμπίνα της Καλοτίνας και του πατέρα της. Ο κυρ Δημητρός συνόδευε την μεγάλη του κόρη στο μεγάλο λιμάνι, τον Πειραιά, για το υπερπόντιο ταξίδι της. Δύσκολο έργο για πατέρα, δύσκολο ταξίδι για την κόρη.
Ο κυρ Νικόλας ο Κουκουβάς, έτεινε το χέρι και πιάνοντας το δικό της, βοήθησε την Καλοτίνα, το φίλησε, θυμίζοντας σε μια σπάνια εικόνα για κείνον, ιππότη από κοριτσίστικο παραμύθι. Στο τέλος δεν άντεξε και την τράβηξε κοντά του. Την αγκάλιασε με όλη του σχεδόν την δύναμη και τη φίλησε στα μάγουλα σταυρωτά βάζοντας συγχρόνως τα κλάματα με λυγμούς. Ένοιωθε σαν δεύτερος πατέρας της. Τόσα χρόνια γείτονες πίστευε ότι την είχε κατά κάποιο τρόπο κι αυτός μεγαλώσει. Πόσες φορές δεν της είχε πει ιστορίες της θάλασσας και του νησιού! Ιστορίες που η Καλοτίνα, μικρή τότε, τις ρουφούσε σαν σφουγγάρι, με όλη της προσοχή και το ενδιαφέρον που μπορούσε να πηγάσει από την παιδική της ψυχή.
«Άμε στο καλό κορίτσι μου… άμε στο καλό της Παναγιάς… και μη μας ξεχνάς όλους εμάς εδώ στο νησί. Ελπίζω προ να κλείσω τους οφθαλμούς μου να σε ξαναδώ μαθές…»
Η νέα γυναίκα δεν μίλησε, με κόπο κρατούσε τα μάτια της στεγνά (αν και ήταν κατακόκκινα) και τους λυγμούς φυλακισμένους μέσα στα στήθια. Τον φίλησε κι εκείνη… το στερνό φιλί που θα έδινε σε κάποιον από την πατρίδα… και γύρισε να δει στον μόλο τους δικούς της ανθρώπους που είχαν σηκώσει το χέρι σε ένα ύστατο αντίο. Ο χωρισμός της ξενιτιάς έδειχνε τώρα αλύπητα, όλη του την βαρβαρότητα και αδυσώπητη μανία του.
Το πλοίο σφύριξε με εκείνη την βραχνή, θολή, φωνή του. Οι θόρυβοι από τις σκάλες που ανέβαιναν στα πλαϊνά του, το καμπανάκι που ειδοποιούσε τους ναύτες για την άγκυρα, οι ήχοι της αλυσίδας της άγκυρας…
Το νησί άρχισε να απομακρύνεται από τα μάτια της… πέρασε από το οπτικό της πεδίο ο «Ναυτικός Όμιλος» και οι χοροί που χόρεψε εκεί παλιότερα, τα «Κασόνια» με την χρυσή άμμο, τα βράχια του «Ιορδάνη», το σπίτι της, … η γέφυρα και η εκκλησούλα του «Σταυρού» (εκεί πάντα χαιρετούσαν τα καράβια)… τα «Θέρμα». Και όλα αυτά… να μαχαιρώνουν την καρδιά της… και επιτέλους τα δάκρυα κύλησαν στα ζεστά μάγουλα. Ο κυρ Δημητρός στεκόταν λίγο πιο πίσω από την κόρη του, που προσπαθούσε μέσα στην τελευταία ματιά της, να χωρέσει όσο πιο πολλά πράγματα μπορούσε από το νησί, από τους ανθρώπους του, από τις θάλασσές του. Έβαλε το ροζιασμένο χέρι του πάνω στον ώμο της Καλοτίνας και τον έτριψε απαλά. Σκέφτηκε να της πει κάτι, αλλά η φωνή του δεν έλεγε να βγει.
Τα φώτα τώρα της ακτής είχαν γίνει μικροσκοπικές κουκίδες μέσα στο μαύρο φόρεμα της νύχτας. Σε λίγο θα φαινόταν η Λέρος και μετά …
Κοίταξε λίγο ακόμα και αφέθηκε στις σκέψεις της καθισμένη πια σε μια καρέκλα του καταστρώματος. Ο Κλεάνθης ήταν ο μόνος που έλειπε εδώ και τόσο καιρό, ήταν ο μόνος που «πρόδωσε» την αναχώρησή της. «Καταραμένο σφουγγάρι…», σκέφτηκε, αλλά αμέσως μετά σταυροκοπήθηκε σαν φοβήθηκε ότι ήταν κατάρα αυτό που ξεστόμισε το μυαλό της. Έπρεπε να σκεφτεί τόσα τώρα για το μέλλον. Γύρισε το βλέμμα στον πατέρα της. Του χαμογέλασε μα εκείνος δεν μπόρεσε ν’ ανταποδώσει το χαμόγελο της, μόνο είχε καρφώσει τα μάτια στις κερωμένες σανίδες του καταστρώματος.

«Αν κρατήσει κι άλλο αυτός ο καιρός, θα κάνουμε θάματα…», ακούστηκε ο καπετάν Άτσας με ευχάριστη φωνή, χτυπώντας τη γροθιά στην κουπαστή. «Μπράβο παιδιά … μπράβο ξεφτέρια μου… άντε και θα βγάλουμε μπόλικο κέρδος φέτο…»
Ο Κλεάνθης ετοιμαζόταν για την τρίτη και τελευταία βουτιά της μέρας. Είχε «σηκώσει» σήμερα αρκετά κιλά από τον βυθό αφού το λιβάδι που βρήκαν ήταν τόσο πλούσιο που όσο μπορούσε να δει μέσα στο σκοτεινό περιβάλλον της θάλασσας, το σφουγγάρι «βρώμαγε», όπως έλεγαν και στο νησί του. Το μυαλό του τώρα δούλευε πυρετωδώς υπολογίζοντας από την μια τα αναμενόμενα κέρδη, αλλά από την άλλη η σκέψη πήγαινε εκεί στον μόλο της Καλύμνου, που το καράβι, το «Κολοκοτρώνης» ή το «Κανάρης» ή το «Μιαούλης», δεν είχε σημασία ποιο, θα έπαιρνε την αδερφή του μακριά. Για πάντα.
 Ένοιωσε κάτι να τον πιέζει στους ώμους. Ο κολαουζέρης με ένα ναύτη, κράταγαν την «περικεφαλαία» και την είχαν σηκώσει περνώντας το στόμιό της πάνω από το κεφάλι του. Σαν την βίδωσαν, ένοιωσε ο αέρας να τον πνίγει και ξύπνησε από τις ονειροπολήσεις του, σαν το κροτάλισμα των δαχτύλων του υπνωτιστή. Γύρισε το βλέμμα δεξιά αριστερά να δει από τα μικρά στρογγυλά φινιστρίνια και ο καπετάνιος από μερικά μέτρα πιο μακριά του χαμογέλασε, προσπαθώντας να τον παροτρύνει. Σήκωσε το χέρι αβέβαιος, κάτι μέσα του δεν τον άφηνε να βουτήξει εκείνη την ώρα, κατέβηκε τα πρώτα σκαλιά της σχοινένιας σκάλας στο πλάι και άφησε τον εαυτό του στην μοίρα του και στα χέρια του κολαουζέρη. Το τελευταίο πράγμα που είδε, ήταν το όνομα του σκάφους που πνιγόταν μέσα στον απαλό παφλασμό της θάλασσας, το ξεθωριασμένο και φθαρμένο «Βαγγελίστρα» με μεγάλα άσπρα γράμματα, στο γαλάζιο τους πλαίσιο. Και αριστερά του, κάπου στο βάθος, ένα άλλο σκάφος που ετοίμαζε κι αυτό τον δικό του «μηχανικό» για βούτθο, τον «Άγιο Σάββα». Μετά οι αφροί έπνιξαν το οπτικό του πεδίο και ένα μυστηριακό βάθος τον τράβαγε στα σπλάχνα του.
Τα πόδια του άγγιξαν τον βυθό και ένοιωσε την σκληρή επιφάνειά του, αφού ήταν όλος σχεδόν καλυμμένος από πέτρες και βράχια με μικρά διαλείμματα λεπτής άμμου. Καλό σημάδι αυτό για σφουγγάρια. Κοράλλια πολύχρωμα κοντά του λες και του χαμογελούσαν με τα χρώματά τους προσπαθώντας να τον μαγέψουν σαν άλλες σειρήνες. Μικρά και μεγάλα σφουγγάρια απλώνονταν παντού και έτσι έπιασε δουλειά αμέσως χωρίς να χρειάζεται να κάνει μεγάλη απόσταση. Τον πονούσε κιόλας το χωλό του πόδι, ήταν και το μυαλό του στην αναχώρηση της αδερφής του και για κάποιο λόγο φοβόταν σήμερα. Ένας φόβος που έλπιζε ότι με την ώρα θα τον ξεπερνούσε.
Μέσα σε λίγη ώρα έστειλε το πρώτο καλάθι στην επιφάνεια και τώρα προσπαθούσε να γεμίσει το δεύτερο με κάτι μεγάλα «καπάδικα» που είδε σε μια κατηφοριά. Άρχισε λοιπόν ν’ ακολουθεί τον βυθό και αφού ο κολαουζέρης δεν τον ειδοποιούσε για αυτή την κατηφόρα του, συνέχισε ευχαριστημένος από το θέαμα. Και όσο κατέβαινε, τόσο τα σφουγγάρια είχαν μεγαλύτερο μέγεθος και φυσικά ήταν σε πολύ καλύτερη ποιότητα. Τον έπιασε ο πυρετός του «κλαδέματος», δούλευε χωρίς να σταματάει ούτε στιγμή. Είχε περάσει αρκετή ώρα και ήξερε ότι θα τον σήκωναν σύντομα, οπότε έπρεπε να «σφάξει» όσα πιο πολλά μπορούσε.
Μερικά μέτρα πιο χαμηλά είδε ένα μεγάλο σφουγγάρι και επειδή δεν μπορούσε να υπολογίσει το μέγεθός του, αποφάσισε να κατέβει τα πέντε μέτρα που τον χώριζαν από κείνο.
«Σιγά μωρέ… πέντε – έξη μέτρα είναι, τι διαφορά έχει;», σκέφτηκε θαμπωμένος από το μεγάλο μέγεθος του σπόγγου. «Κατεβαίνω και … ο Θεός βοηθός…».
 Και κατέβηκε όσο γρήγορα του επέτρεπαν τα σιδερένια παπούτσια του και εκείνο το «καταραμένο» δυνατό ρεύμα του νερού. Σκόνταψε πολλές φορές στα κοράλλια και τους βράχους, γονάτισε και, εξαντλημένος καθώς ήταν, κουραζόταν να σηκωθεί και βέβαια δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να κρατήσει το κορμί του ίσιο. Ξαφνικά η περικεφαλαία του φάνηκε αβάσταχτη και η ανάσα του έγινε γρήγορη και κοφτή.
Σήκωσε το χέρι όσο πιο ψηλά μπορούσε και άγγιξε την βαλβίδα, να την πιέσει να βγάλει λίγο αέρα από την στολή, να την ξεφουσκώσει δηλαδή, μήπως και η κίνηση σε τέτοιο βάθος γίνει πιο… υποφερτή. Ευτυχώς που η «Βαρβάρα», λειτουργούσε καλά και κάπως ανακουφίστηκε. Τράβηξε και το κολαούζο, το δίπλωσε στο αριστερό του χέρι και βεβαιώθηκε ότι είχε ακόμα το μικρό τσεκούρι περασμένο στη θήκη στη ζώνη του. Κοντοστάθηκε στα τέσσερα μέτρα και ανακάλυψε ότι το βάθος που ακόμα ήθελε ήταν πάνω από πέντε μέτρα ακόμα.
«Φτου…», είπε μέσα στην κάσκα του, «… κοίτα λάθος που έκανα. Πως σε γελάει το βάθος! Ας έχει… μπήκα στον χορό… θα χορέψω» και άρχισε πάλι την κατάβαση στον απότομο βράχο. Κάθε τόσο γύρναγε το κεφάλι πίσω ή καλύτερα πίσω προς τα πάνω και έβλεπε το ελάχιστο φως του ήλιου που μάλλον πρέπει να είχε αρχίσει να δύει. Οι φυσαλίδες από την ανάσα του έκαναν μια μικρή στήλη που ταξίδευε προς την επιφάνεια. Κάπου – κάπου κάποιο ψάρι πέρναγε μέσα από αυτή τη στήλη και με περιέργεια προσπαθούσε με το στόμα ανοικτό να καταπιεί κάποια φυσαλίδα. Όταν όμως έβλεπε ότι δεν ήταν φαγητό, απλώς αδιαφορούσε και συνέχιζε το άσκοπο ταξίδι του, χωρίς να δίνει περισσότερη σημασία στον δύτη.
Το χωλό του πόδι, άρχισε απότομα να τον πονάει και να τον «τραβάει». Φοβήθηκε για την πίεση ή για καμιά κράμπα. «Άντε … λίγο ακόμα…» σκέφτηκε και επικεντρώθηκε στο μεγάλο, προκλητικό σφουγγάρι που φαινόταν να τον κοροϊδεύει. Το νερό άρχισε να γίνεται τόσο σκούρο δίπλα του, τόσο, που μετά βίας τώρα διέκρινε τον στόχο του… το προκλητικό αυτό θήραμα του βυθού. Χαμογέλασε και έκανε μια ακόμα πιο γενναία κίνηση… άφησε τον εαυτό του να πέσει από τον βράχο τα υπόλοιπα μέτρα.
«Καλύτερα θα είναι …», σκέφτηκε. «Άντε να τελειώνω πια με αυτό… α, ρε Παπαντή …», είπε μέσα στο σκάφανδρο σκεπτόμενος την κοπέλα, «… να δεις τι θα βγάλω τώρα εγώ μαθές. Να σε κάμω περήφανη για τον άντρα που θα έχεις δίπλα σου…».
Ένοιωσε με τα πόδια του, όσο μπορούσε να νοιώσει με τα σιδερένια παπούτσια που τον τράβαγαν κάτω, την απαλότητα της άμμου, ανάμεσα σε ένα βράχο και ένα θεόρατο κόκκινο κοράλλι, εκεί που κατέληξε μετά την πτώση του. Στάθηκε όσο πιο όρθιος μπορούσε και θαύμασε το μεγάλο αυτό σφουγγάρι που του είχε πάρει την καρδιά και το μυαλό, δυο με τρία μέτρα πιο πέρα. Χαμογέλασε και μια ανεξήγητη φαγούρα τον έπιασε στο σαγόνι, τα γένια του είχαν μεγαλώσει αρκετά τόσες μέρες, κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει το χέρι για να ξυστεί και έφερε το πρόσωπο όσο πιο κοντά στο μικρό φινιστρίνι της περικεφαλαίας, να ανακουφιστεί με το μέταλλο. Άρχισε να τρίβει με μανία το σαγόνι, όταν είδε μια στήλη από φυσαλίδες, να ανεβαίνουν προς την επιφάνεια της θάλασσας από την αντίθετη πλευρά του μεγάλου θηράματος.
Σάστισε. Δεν μπορούσε το κουρασμένο μυαλό του να εξηγήσει τι ήταν αυτό που έβλεπε. «Τι… το σφουγγάρι αναπνέει…», αναρωτήθηκε κοιτώντας με τα μάτια γουρλωμένα. «Πως είναι δυνατό;»
Περπάτησε με μεγάλη δυσκολία, είχε πια εξαντληθεί, πιάστηκε από τον βράχο δίπλα του και σιγουρεύτηκε ότι το μικρό, κοφτερό τσεκούρι του, ήταν σωστά περασμένο στη θέση του. Φοβόταν μη και με την πτώση το είχε χάσει. Χαμογέλασε αν και η φαγούρα αλλά και η παρουσία των φυσαλίδων από την άλλη μεριά του σφουγγαριού, τον απασχολούσαν ακόμα. Πλησίασε στον στόχο του και δεν μπόρεσε να κρατήσει το επιφώνημα θαυμασμού που ξέφυγε από τα στήθια του. Μπροστά του ένας γίγαντας με διάμετρο πάνω από δύο μέτρα με ιδανικό σχήμα, που θύμιζε χέρια με ενωμένες παλάμες ικέτιδων προς τον … ουρανό, ή στην επιφάνεια της θάλασσας στην προκειμένη περίπτωση.
Χάιδεψε το εξωτερικό του σφουγγαριού και σκέφτηκε πως θα μπορούσε με λίγα χτυπήματα και σε μικρό χρονικό διάστημα, να το κόψει χωρίς να του κάνει ζημιά. Μετακινήθηκε προς την δεξιά του μεριά και έβγαλε το μικρό τσεκούρι από το θηκάρι του. «Να, εδώ…», σκέφτηκε, «… εδώ θα το χτυπήσω. Έτσι θα ξεκολλήσει έστω το μισό από τον βράχο … και μετά άλλο ένα χτύπημα. Και όλα θα τελειώσουν… εμ, βέβαια… έτσι θα κάνω»
Με αργές κινήσεις και βρίζοντας το χωλό του πόδι που είχε αρχίσει να τον πονά δυνατά πια, σημάδεψε με την άκρη της λάμας του τσεκουριού που θα χτυπούσε. Κι εκεί που ετοιμάστηκε να καταφέρει το πρώτο και μάλλον κύριο χτύπημα, το μάτι του πήρε χαμπάρι της μικρές εκείνες φυσαλίδες να κάνουν την εμφάνισή τους πάλι, λίγο πιο δεξιά από κείνον, να έρχονται από το πίσω μέρος του σφουγγαριού. Και σε λίγο μια σιλουέτα, η μορφή ενός «μηχανικού», έκανε την εμφάνισή της. Κι εκείνος είχε το δικό του τσεκούρι στο χέρι κι εκείνος έψαχνε να βρει το κατάλληλο σημείο να χτυπήσει το μεγάλο του θήραμα.
Να, που και οι δυό δύτες είχαν βάλει στο μάτι το ίδιο τρόπαιο. Αλλά και ποιος βουτηχτής δεν θα το είχε για στόχο; Για λίγο στάθηκαν και κοιτούσαν έκπληκτοι ο ένας τον άλλο. Ακίνητοι και οι δυό μετρούσαν ο ένας τις αντιδράσεις αλλά και τις προθέσεις του άλλου. Είδε τον «ξένο» να σηκώνει το χέρι του σε μια αργή κίνηση, σα να του λέει: «Φύγε από δω, αυτό είναι δικό μου. Εγώ το είδα, εγώ το θέλω, εγώ θα το πάρω».
Μέσα στην ένταση που επικρατούσε, στο μισοσκόταδο της θάλασσας ο Κλεάνθης χαμογέλασε, με ένα γέλιο εχθρικό και έντονο. Δεν έβλεπε το πρόσωπο του αντιπάλου του για να μπορεί να καταλάβει τις προθέσεις του, αλλά οι κινήσεις του ήταν σαφείς για το τι ήθελε. Ένοιωσε ένα σφίξιμο στα μελίγγια και τις φλέβες του να πρήζονται στο λαιμό του. Μαζί με αυτά, ένοιωσε κι ένα χτύπημα στο χέρι από το κολαούζο που τον ειδοποιούσε ότι είχε περάσει η ώρα και έπρεπε να ανέβει. Τα νεύρα του ήταν τσιτωμένα και κάθε του σκέψη δεν ελεγχόταν πια απόλυτα από το μυαλό. Σήκωσε κι εκείνος το χέρι και έκανε νόημα στον «ξένο» να φύγει. «Ρε κερατά…», μονολόγησε, «… δεν έκανα τόσο κόπο για να το πάρεις εσύ… άμε στο γεροδιάολο…». Μόνο που εκείνος δεν πήγε, αλλά επανέλαβε την προηγούμενη κίνησή του.
«Έτσι ε; Δεν φεύγεις! Κέρατο βερνικωμένο… τώρα θα σου δείξω εγώ. Θα μάθεις ποιος είναι ο Κλεάνθης…», μονολόγησε και άρχισε να πηγαίνει προς το μέρος του κάνοντας συνεχώς κινήσεις με τα χέρια, λες και θα μπορούσε να τον διώξει έτσι και μόνο. Μα ο άλλος στεκόταν εκεί, το δέλεαρ ήταν πολύ μεγάλο για να εγκαταλείψει έτσι … αμαχητί.
Σαν ο Κλεάνθης έφτασε κοντά του, προσπάθησε να διακρίνει μέσα από το μικρό φινιστρίνι, το πρόσωπο του «παρείσακτου», αλλά το μόνο που είδε ήταν ένα μαύρο γυαλί. Τον έσπρωξε, αναγκάζοντάς τον να κάνει ένα με δυο βήματα πίσω. Όμως εκείνος δεν έλεγε να φύγει. Ξαναγύρισε κοντά του και ανταπέδωσε κι εκείνος το σπρώξιμο. Ο Κλεάνθης παραπάτησε και χτύπησε το γόνατο στην κοφτερή προεξοχή ενός βράχου. Έπεσε και αυτό τον εξαγρίωσε. «Γερός είναι ο κερατάς…», σκέφτηκε και στάθηκε πάλι στα πόδια του προσπαθώντας να μη δείξει κάποια αδυναμία.
Τα σπρωξίματα συνεχίστηκαν για λίγο ακόμα και τα αίματα άναψαν, ο κολαουζέρης εξακολουθούσε να του κάνει σήματα από την επιφάνεια ν’ ανέβει, η θάλασσα γινόταν όλο και πιο σκούρα και το μεγάλο σφουγγάρι, αλαζονικά, περίμενε τον νικητή. Προσπάθησε να χτυπήσει τον «ξένο» στο στομάχι, το μόνο σημείο που θα μπορούσε να τον πονέσει, όταν τον είδε να έχει σηκώσει το τσεκούρι του ψηλά με στόχο την δική του «περικεφαλαία».
Δεν μπόρεσε να καταλάβει αν το κρύο που ένοιωσε ήταν από τον παγωμένο ιδρώτα που ξαφνικά τον έλουσε, ή από την επί τόση ώρα παραμονή του στο νερό και μάλιστα σε τέτοιο βάθος. Πάντως με το αριστερό μπόρεσε και έπιασε το δεξί τεντωμένο χέρι του αντιπάλου του. Δεν τον άφησε να το κατεβάσει. Οι δυό άντρες πάλευαν με όση δύναμη τους είχε απομείνει. Αγκαλιάστηκαν σε ένα χορό έντασης και δύναμης, σε μια πάλη χωρίς τεχνική ή επιδέξιες λαβές. Κυλίστηκαν πάνω στην άμμο, λες και προσκυνούσαν το μεγάλο έπαθλο πάνω στον θρόνο του, χτύπαγαν στις άκρες των βράχων, έσπαγαν τα κοράλλια δίπλα τους και τρόμαζαν όσα ψάρια πέρναγαν δίπλα τους, που τους κοίταγαν με διάπλατα μάτια. Σε μια ύστατη προσπάθεια, πριν η κούραση τον καταβάλλει, έσπρωξε με όλο το σώμα τον αντίπαλό του. Εκείνος έδειξε να κλονίζεται και έπεσε με δύναμη πάνω στη βάση του μεγάλου σφουγγαριού, στον βράχο που ήταν στερεωμένο. Έμεινε καθισμένος στον βυθό, χωρίς να δείχνει καμιά διάθεση να σηκωθεί και να συνεχίσει τον καυγά τους.
«Έτσι…», μονολόγησε ο Κλεάνθης, «… έτσι παλιόσκυλο, να μάθεις ποιος κάνει κουμάντο εδώ…».
Ο «ξένος» κουνήθηκε, αλλά η κίνησή του ήταν κάπως απότομη. Ένας μεγάλος στρόβιλος από φυσαλίδες, πίσω από το σκάφανδρό του, άρχισε να ανεβαίνει προς την επιφάνεια. Οι κινήσεις τώρα του «ξένου», είχαν αρχίσει να γίνονται απότομες και κοφτές. Ο Κλεάνθης κατάλαβε τι έγινε και όσο πιο γρήγορα μπορούσε «έτρεξε» προς το μέρος του, ενώ ο κολαουζέρης από ψηλά, χωρίς να ξέρει τι γίνεται κάτω από τα πόδια του, έστελνε σήματα να τον ανεβάσει, περιμένοντας την απόκρισή του.
Έπιασε τον αντίπαλό του στα χέρια και τον γύρισε από πίσω. Η «Βαρβάρα», είχε χτυπήσει σε μια προεξοχή του βράχου και το μαρκούτσο που έδινε αέρα στον δύτη, είχε κοπεί σύριζα στο μέταλλο. Αμέσως άρπαξε το κολαούζο του «ξένου» και το τράβηξε απότομα τρεις φορές, δίνοντας σήμα στον κολαουζέρη του ότι έπρεπε να τον ανεβάσει αμέσως. Δεν είχε πολύ χρόνο στη διάθεσή του, το μόνο οξυγόνο ήταν αυτό που υπήρχε ήδη μέσα στη στολή.
«Καλύτερα χτυπημένος…», σκέφτηκε, «… παρά να σκάσει»
Τράβηξε και το δικό του σκοινί τρεις φορές και ένοιωσε αμέσως το τράβηγμα που θα τον έφερνε πάνω στο σκάφος. Η αγωνία του είχε κορυφωθεί και το μυαλό του, λες και είχε μεθύσει, έφερνε στην επιφάνεια εφιάλτες και τέρατα να τον κατηγορούν και να ζητούν την τιμωρία του. Δυο σκοτεινές φιγούρες που ανέβαιναν αργά και βασανιστικά προς το λιγοστό φως της επιφάνειας, ήταν το θέαμα που «αντίκριζε» ο μεγάλος νικητής, το θεόρατο σφουγγάρι, που κανένα τσεκούρι δεν το είχε βλάψει.
«Ίντα έκαμες τόση ώρα κάτω;» άκουσε την φωνή του καπεταν Άτσα σαν του έβγαλαν την περικεφαλαία. Δεν ανέβασες τίποτις άλλο μαθές…». Ο Κλεάνθης γύρισε το κεφάλι προς τα πίσω χωρίς να πάρει το τσιγάρο που του πρότεινε ο κολαουζέρης του. Έψαξε με τα μάτια την επιφάνεια της θάλασσας, γύρω από το σκάφος και πάγωσε όταν είδε ότι ο «Άγιος Σάββας», μάζευε κι εκείνος τον δικό του δύτη από το νερό. Μόνο που εκείνος ο «μηχανικός» δεν ανέβηκε σκαρφαλώνοντας την σκάλα, αλλά το τρομαγμένο πλήρωμα προσπαθούσε να τον ανεβάσει ανάσκελα.
Ο καπετάν Άτσας το είδε και αυτός την ίδια στιγμή. Με νοήματα και φωνές,  προσπαθούσε να μάθει τι έγινε, τι είχε πάθει ο σφουγγαράς. Και δεν χρειάστηκε πολλά για να καταλάβει. Οι κινήσεις πανικού του πληρώματος ήταν τόσο εύλογες που εξηγούσαν τα πάντα. Ο καπετάνιος έκανε νόημα να πλησιάσει το άλλο σκάφος κοντά τους.
«Πάει το παλληκάρι…», μουρμούρισε ο καπετάνιος. «Πάει και ήταν νέο παιδί…»
Ο Κλεάνθης ένοιωσε φίδια να τον ζώνουν. Κοίταζε μια το άλλο σκάφος, μια τον καπετάνιο:
«Και ποιος ήταν καπετάνιε; Ξέρεις;»
«Ναι… ξέρω παιδί μου. ένας … νέος… ένα νέο παιδί»
«Ποιος νέος; Εκεί ο μόνος νέος … ήταν… ήταν ο Σέμος καπετάνιε. Ο γαμπρός μου…»
Ο καπετάνιος δεν απάντησε, δεν τον κοίταξε. Είχε στυλώσει το βλέμμα στο άλλο του καράβι.
«Καπετάνιε… με ακούς; Πες μου ότι δεν είναι ο Σέμος…»
Απάντηση δεν πήρε, αλλά … η απάντηση ήταν η σιωπή του καπεταν Άτσα.

Η αναφορά του καπετάνιου προς το Λιμεναρχείο δεν ήταν ακριβώς αυτή που έπρεπε ή τουλάχιστον δεν ήταν επεξηγηματική όσο θα έπρεπε, για τα όσα συνέβησαν στον βυθό. Ανάφερε την απώλεια ενός δύτη, από ατύχημα. Ο καπετάνιος εξηγούσε ότι μια ελαττωματική βαλβίδα ελέγχου αέρα είχε πάθει βλάβη σε μεγάλο βάθος, με αποτέλεσμα ο άτυχος «μηχανικός», Σέμος Καβουκλής του Αριστείδη, να χάσει τη ζωή του.
Ο Κλεάνθης βέβαια είχε εξηγήσει ακριβώς τα γεγονότα, δεν μπορούσε να τα κρατήσει μέσα του, αλλά ο καπετάνιος είχε άλλη γνώμη.
«Ο Σέμος έφυγε γιέ μου. Τίποτα δεν ημπορεί να εφέρει πίσω. Πάει… κατάλαβέ το. Γιατί να πεθάνεις κι εσύ σαπισμένος στις φυλακές; Τι ωφελεί αυτό; Κι αν δεν σαπίσεις εκεί, νομίζεις ότι θα σου φερθούν καλά οι άλλοι; Θα καταλάβουν μαθές ότι ήταν ατύχημα; Γιατί στο κάτω – κάτω της γραφής, ατύχημα ήταν. Και η αερφή σου; Την λογαριάζεις αυτήν; Από την μια να θρηνεί για τον άντρα της και από την άλλη; Τι; Να κατηγορεί τον αερφό της! Εσένα που πρέπει τώρα να την στηρίξεις. Κι αυτή και τα ανίψια σου. Τώρα είσαι τα πάντα για αυτήν… κατάλαβέ το αυτό. Και τους γονείς σου δεν τους σκέφτεσαι; Ίντα θα γίνουν αυτοί οι άνθρωποι; Άσε με λοιπόν να κάνω εγώ κουμάντο εγώ σε αυτό, να γράψω την αναφορά όπως πρέπει και εσύ να το κρατήσεις μυστικό μέχρι το θάνατό σου, όπως θα το κρατήσω κι εγώ. Σκέψου… τίποτα άλλο δεν σου λέγω…»
Ο Κλεάνθης σκέφτηκε πολύ εκείνη την νύχτα. Δεν ξαναβούτηξε στο νερό, μόνο καθόταν και κάπνιζε στην άκρη του πλοίου. Είχε αδυνατίσει αφού σχεδόν δεν έτρωγε τίποτα και σκεφτόταν τους δικούς του ανθρώπους, την πράξη του, το πρόσωπο του γαμπρού του κάθε που του έλεγε τα μυστικά του, εκεί στον καφενέ του.

Η Ποθητή έκλαψε με βουβό και πνιχτό κλάμα. Καθόταν στην άκρη του μεγάλου καναπέ μαζί με την αδερφή της, δίπλα στο τραπέζι της κουζίνας. Τα νέα είχαν φτάσει πολύ γρήγορα από την Μπαρμπαριά. Η Νικολέτα σε μια καρέκλα έμοιαζε με φάντασμα, χλωμή, σχεδόν σκελετωμένη με τα μάτια κατακόκκινα από το κλάμα και τα δάκρυα να έχουν σχηματίσει ένα μικρό αυλάκι στα μάγουλα. Δίπλα της η Κυράννα προσπαθούσε να την συνεφέρει (;) αν και κάποιος έπρεπε να συνεφέρει εκείνη πρώτα.
Πάνω στο τραπέζι το χαρτί του Λιμεναρχείου με το χαμπάρι, την είδηση του θανάτου που είχε βρει κάτω από την πόρτα της η Νικολέτα.
Πιο δίπλα, στο πάτωμα, στη μέση του σπιτιού μια λευκή σεντόνα κι ένα ψάθινο πανέρι, όπου μέσα είχαν βάλει τα καλά ρούχα του Σέμου, μαζί με το κασκέτο του, μια εικόνα του, τα παπούτσια του, το κομπολόι του και τον ασημένιο αναπτήρα του. Μπροστά στην εικόνα του ένα καντήλι μετρούσε με την φλόγα του τον πόνο των γυναικών και του Μέμου, που δεν μπορούσε να κρατήσει τα δάκρυά του και τους λυγμούς. Η Σεβαστή και η Υπαπαντή είχαν αναλάβει τα δίδυμα και ο πόνος τις ψυχές τους.
Τα «κορίτσια της γωνίας», έμεναν σιωπηλές και εξαντλημένες.

Ή μηχανικός θα γίνω
Ή στην άμμο θ’ απομείνω
Λάσκα μου κολαουζέρη
Με το γράδο εις το χέρι
Άσε με να συνεχίσω
Την απόχη να γεμίσω
Πρόσεχε μη με χαλάσεις
Τα ποδάρια μη μου σπάσει

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου