Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 13 Μαΐου 2015

Ο ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 43
Δεν ήξερε από πού, ή από ποιόν ν’ αρχίσει. Κοιτούσε τους δυό ταξιδιώτες από την Αίγινα που κοιμόντουσαν στο πάτωμα, σε μια γωνιά του μεγάλου δωματίου, μες τους εμετούς και την μπόχα του κρασιού που αναδύετο από το πρησμένο τους στομάχι. Από την άλλη μεριά, κοίταγε τον χοντρό, καραφλό Αθηναίο, με την μεγάλη χρυσή αλυσίδα να κρέμεται από τον λαιμό του και το θεόρατο δαχτυλίδι στο μεσαίο δάχτυλο του αριστερού του χεριού με την γυαλιστερή πράσινη πέτρα. Χαμογελούσε μηχανικά με το επίσημο, αν και κουρασμένο επαγγελματικό της χαμόγελο. Επικεντρώθηκε πάνω του, ήταν παλιός και από τους πιο καλούς πελάτες της και αντίκρισε το απελπισμένο βλέμμα της Ιλάειρας, της Μακεδόνισσας κοπέλας της, της πλέον πολυζήτητης για την ομορφιά της και την …. ερωτική της καπατσοσύνη. Έσκυψε πάνω από το σχεδόν λιπόθυμο σώμα του μεθυσμένου Αθηναίου και πιάνοντας τα πόδια του, προσπάθησε να τον μετακινήσει από το στήθος της δύστυχης κοπέλας που βαριανάσαινε από το βάρος του.
Πολλές φορές η Αγαθόκλεια, είχε αντιμετωπίσει τέτοιες ακραίες καταστάσεις που λόγω συχνότητας, δεν λογίζονταν πλέον ακραίες. Γι αυτό και οι δυό δούλοι που είχε αγοράσει για τις βαριές δουλειές του «σπιτιού», ήταν γεροδεμένοι και επιβλητικοί άντρες, που θα μπορούσαν να αναλάβουν δράση σε περίπτωση που τα πράγματα ξέφευγαν από τον έλεγχό της. Πάντα όμως αυτοί, ήταν η τελευταία λύση, αφού όλα έπρεπε να τα χειρίζεται με διακριτικότητα και λεπτότητα, πελάτες ήταν, λεφτά της άφηναν, δεν μπορούσε να γίνει … βάναυση. Τραβώντας τα πόδια του Αθηναίου, τα χέρια της γλίστρησαν και πέταξαν τα σανδάλια του κάτω, ενώ εκείνος ανακινιόταν, λες και στον ύπνο του, έβλεπε κάποιο όνειρο. Το χιτώνιο του σηκώθηκε αποκαλύπτοντας δυό χοντρούς και άσπρους μηρούς, με λίγες τρίχες και πολλά κόκκινα σπυριά, αποτέλεσμα των τσιμπημάτων από τα κουνούπια. Προσπάθησε να τραβήξει το ύφασμα προς τα κάτω, να τον σκεπάσει, αλλά μια απότομη κίνηση του εύσωμου άντρα, έφερε το αντίθετο αποτέλεσμα. Το χιτώνιο, σηκώθηκε πιο ψηλά και ένας χοντρός, βρώμικος φαλλός, κοκκινισμένος από την προηγούμενη διασκέδαση, έκανε την εμφάνισή του, προκαλώντας την απέχθεια της Αγαθόκλειας. Τον τράβηξε με όση δύναμη διέθετε και με την βοήθεια της κοπέλας, τον άφησε στην άκρη του ανάκλιντρου και τον σκέπασε με ένα πλεκτό λινό ύφασμα. Τον άφησε να κοιμάται βαριανασαίνοντας, με τα σάλια του να τρέχουν στο πηγούνι.
-«Λοιπόν;», ρώτησε η γυναίκα, «μπόρεσες να δεις τι λεφτά έχει πάνω του; Νομίζω ότι πρέπει να τον διώξουμε λίγο… πιο ελαφρύ για την πόλη του…» και χαμογέλασε όλο σημασία στην νεαρή Ιλάειρα.
Μίλησαν για λίγο τα επαγγελματικά τους θέματα, αφού η μικρή Μακεδόνισσα ήταν περιζήτητη απ’ όλους τους πελάτες και πήγε στο άλλο δωμάτιο, κρατώντας το κεφάλι, προσπαθώντας να ηρεμίσει τον πονοκέφαλό της. Τώρα τελευταία την ταλαιπωρούσε όλο και πιο συχνά, όλο και πιο έντονα. Θολά μπορούσε να ξεχωρίσει τις λεπτομέρειες στον χώρο, σκεπτόμενη πως η δύναμη που είχε βάλει για την μεταφορά του «πελάτη», την είχε καταβάλει. Είδε το μικρό ξανθό μωρούλι στην κούνια του και χαμογέλασε. Δεν ήξερε αν η εικόνα του μωρού ήταν αυτό που της έβαλε το χαμόγελο στο στόμα ή, η ανάμνηση του Ευρυάνακτα, του Σπαρτιάτη που την είχε εντυπωσιάσει από την πρώτη στιγμή που τον είχε δει, πριν πολλά χρόνια. Και ήταν ακόμα ενθουσιασμένη μαζί του, πράγμα που φοβόταν, αφού ήταν αρκετά μεγάλη. Είχε περάσει τα πρώτα τριάντα χρόνια της ζωής της και ήξερε ότι σε αυτήν την ηλικία και μάλιστα μετά από τόσα χρόνια γνωριμίας με ένα άντρα, ασχέτως αν τον έβλεπε αραιά και που, δεν λεγόταν ενθουσιασμός αλλά κάτι άλλο. Κάτι που δεν μπορούσε ούτε να το πει στον εαυτό της.
Κάθισε κοντά στο κρεβατάκι και χάιδεψε το μωρό, με την στοργή της στέρησης, με την στοργή της ιεροδούλου. Από το μυαλό της πέρασαν πολλές σκέψεις, άλλες βασανιστικές, άλλες ευχάριστες. Αλλά όπως γίνεται πάντα, οι άσχημες ήταν που την επηρέασαν. Φοβήθηκε τη στιγμή που θα γύρναγε ο Λακεδαίμονας και θα έχανε το  μικρό από την αγκαλιά της, φοβήθηκε που εκείνη δεν θα είχε ποτέ της ένα δικό της. Απ’ την άλλη χαιρόταν που θα ξανάβλεπε … τον λόγο του ενθουσιασμού της. Τίναξε το κεφάλι να αποδιώξει τις σκέψεις, λες και μύγες που την ενοχλούσαν, αφού έπρεπε να επικεντρωθεί στα προβλήματα του «σπιτιού» της και στους από κραιπάλη «τελειωμένους» της πελάτες. Έδωσε ένα γλυκό φιλί στα κοκκινωπά μαγουλάκια που κράταγε στην αγκαλιά της και βγήκε από το δωμάτιο στον κύριο χώρο υποδοχής. Σκόνταψε σε ένα σάισμα  που ήταν ανασηκωμένο από την μια του άκρη και στηρίχτηκε σε ένα έπιπλο. Αυτό την έκανε να πάρει μισή στροφή γύρω από τον εαυτό της. Τα μάτια, έπεσαν στο δερμάτινο χώρισμα του δωματίου από το οποίο είχε μόλις βγει. Δεν ήξερε τι ήταν αυτό που είδε, δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που είδε. Μια εκτυφλωτική λάμψη, με μορφή ακτινών ήλιου, σχεδόν διαπερνούσε το κρεμασμένο δέρμα, ενώ στα ρουθούνια της, ένοιωσε μια έντονη ευωδία από ία. Έμεινε για λίγο παγωμένη, χωρίς να μπορεί να κουνηθεί καθόλου, λες και κάποια αόρατη δύναμη την κράταγε καρφωμένη στη θέση της. Τελικά η περιέργειά της νίκησε και έκανε σχεδόν βουτιά να ξαναμπεί στο μικρό δωμάτιο. «Μέτρησε» τον χώρο με τα μάτια, όσο βέβαια την άφηνε το φως να δει. Το μωρό της χαμογελούσε σαν αερικό, πάνω από το μικρό του κρεβάτι. Στεκόταν στον αέρα, με τα χεράκια του ανοικτά σε σταυρό και το μόνιμο χαμόγελο σε εκείνο το υπέροχο προσωπάκι. Νόμισε ότι ο κόσμος χάθηκε κάτω από τα πόδια της. Γονάτισε και ακούμπησε τις δυό παλάμες στα μαλλιά που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν. Ακούστηκε μια γλυκιά και βαθιά φωνή μέσα από το εκτυφλωτικό φως:
-«Σήκω γυναίκα της Κορίνθου όρθια. Δες το μέλλον σου κατάματα, δες το αύριό σου…»
Η Αγαθόκλεια δεν πίστευε στα αυτιά της, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι αυτή η φωνή… όχι, ήταν πολύ για αυτήν! Σήκωσε τα μάτια και είδε… ένα χαμόγελο, δεν ήξερε που το είδε. Το νόμισε… όχι δεν το νόμισε, το είδε… ναι, ναι , το είδε… αλλά όχι σε κάποιο πρόσωπο. Δεν το είδε σαν εικόνα, αλλά… θα έπαιρνε όρκο ότι το είδε ξεκάθαρα… αλλά που; Μήπως το μυαλό είχε αρχίσει να παίζει τα δικά του παιγνίδια; Μα… ήταν σίγουρη, το είχε δει. Και το μωρό; Που ήταν το μωρό; Είχε μείνει μόνο το άδειο κρεβάτι… και τα ρουχαλάκια του, ζεστά ακόμα… και τι σήμαινε αυτό το χαμόγελο που είδε; Το μωρό… το χαμόγελο…. Έπεσε λιπόθυμη!
Το δυνατό αεράκι που φύσηξε στον περιορισμένο χώρο, γεμάτο από τις ευωδίες των ίων, δεν έγινε αντιληπτό από κανέναν άλλο και, παρόλο που στροβιλίστηκε με δύναμη τέτοια που έριξε πολλά πράγματα στο πάτωμα, οι δάδες παρέμειναν αναμμένες, χωρίς μάλιστα να κουνηθούν οι φλόγες τους.  Η κοπέλα που άκουγε στο όνομα Ιλάειρα, ακούστηκε να γελάει από τον διάδρομο, κάποιες άλλες μιλούσαν και τα παράφωνα τραγούδια των «επισκεπτών» που αναζητούσαν την ηδονή, τυραννούσαν τα όποια αυτιά που είχαν το θάρρος να τα ακούσουν.
Αρκετή ώρα αργότερα, η Αγαθόκλεια βρήκε τις αισθήσεις της, πρότεινε τα χέρια και προσπάθησε να σηκωθεί. Διαπίστωσε ότι από την πτώση, είχε πληγωθεί στο μέτωπο, όχι κάτι το σοβαρό, αλλά το αίμα κυλούσε πάνω στα φρύδια της και αναγκάστηκε να το σκουπίσει με ένα κομμάτι πανιού που βρέθηκε πρόχειρο δίπλα της. Ανοιγόκλεισε τα μάτια και συνήθισε στο λιγοστό φως του δωματίου. Έφερε στο μυαλό όλα τα γεγονότα και έτρεξε στο κρεβατάκι του μωρού. Το βρήκε άδειο και παράξενα δεν ήταν τόσο ανήσυχη όσο περίμενε και η ίδια να είναι. Κάθισε να σκεφτεί. Δεν ήθελε να πει τίποτα στις «κοπέλες» της, δεν ήθελε να διηγηθεί την ιστορία αυτή με τις Θεϊκές φωνές και τη λάμψη. Πήγε στην μικρή καμάρα, κάτι σαν ψεύτικο παράθυρο στην μια μεριά του τοίχου και έψαξε το μικρό αγαλματίδιο του Απόλλωνα και του Δία. Άναψε το μικρό φαναράκι και μουρμούρισε μια προσευχή.
Τακτοποίησε το ιμάτιο της και βγήκε στον άνετο χώρο υποδοχής πελατών. Χαμογέλασε και ίσιωσε τα μαλλιά της, μέχρι που το χέρι, άγγιξε την πληγή. Δεν αιμορραγούσε τώρα, αλλά το σημείο αυτό του μετώπου ήταν πρησμένο και εμφανώς κόκκινο. Βρήκε μια κρέμα από λευκή σκόνη κιμωλίας και προσπάθησε να εξαφανίσει το σημάδι. Χαμογέλασε εκ νέου και μίλησε στον πρώτο άντρα που είδε μπροστά της. Έναν Θηβαίο με γαμψή μύτη και μακριά γένια, που πλατάγιαζε την γλώσσα του σε κάθε λέξη που περιείχε ταυ ή λάμδα. Την άρπαξε από την μέση και προσπάθησε να την φιλήσει στο στόμα, αλλά το μόνο που κατάφερε, ήταν ένα πεταχτό φιλί στον ώμο, πριν πέσει άγαρμπα στο ανάκλιντρο δίπλα του. Τον άφησε εκεί, να έχει το χέρι του ανάμεσα στα σκέλια και να ξύνει μετά μανίας τους όρχεις του. Και να ρεύεται.
Κάποιοι βιαστικοί «πελάτες», έκαναν έρωτα με τα κορίτσια της μέσα σε εκείνη την αίθουσα, λες και δεν κρατιόντουσαν να πάνε στα μέσα δωμάτια και βέβαια χωρίς καμιά ντροπή. Έβλεπε τις κοπέλες που προσποιούνταν οργασμό ή επιθυμία και της παρότρυνε για παραπάνω περιποίηση, με ανεπαίσθητα νεύματα. Έπρεπε όλοι οι άντρες να είναι απόλυτα ευτυχισμένοι από το «σπίτι» της, αφού σε αυτό ακριβώς στηριζόταν η επιτυχία της. Περνώντας δίπλα από έναν άλλο μεθυσμένο, ένοιωσε το χέρι του να την αρπάζει με δύναμη. Χαμογέλασε λίγο πιο πλατιά και έσκυψε δίπλα του. Έψαξε με τα μάτια να βρει μια κοπέλα ελεύθερη, αλλά μάταια. Ανασήκωσε το χιτώνιο του και τον αυνάνισε μέχρι την ολοκλήρωση και τον άφησε στην αγκαλιά του Μορφέα. Σκούπισε το χέρι της πάνω του και βιαστικά απομακρύνθηκε, βγαίνοντας στην σιωπηλή αυλή. Πήρε βαθιά ανάσα και αναπόλησε τις στιγμές της με τον Ευρυάνακτα. Έπρεπε να βρει και τι θα του έλεγε, για την εξαφάνιση του μικρού «μπελά». Κάποιο φύλλο που έπεσε από το μεγάλο πλατάνι πήγε και κάθισε στην αγκαλιά της. Της ήρθε στο μυαλό το χαμόγελο που, νόμιζε, ότι είχε δει, ή που είχε νοιώσει. Αναστέναξε και άφησε τον ύπνο να την πάρει εκεί που ήταν με την δροσιά να της σηκώνει τις τρίχες στο σβέρκο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου